Μ’ αρέσει να καθαρίζω ψάρια δίπλα στη θάλασσα. Τα δικά μου, αυτά που μπαίνουν στην κατσαρόλα μου δηλαδή, δεν τα ’χει δει νεροχύτης.
Ελπίζοντας σε ησυχία, δεδομένου ότι ήταν ο περσινός Σεπτέμβρης οπότε καταλαγιάζει στο νησί το τουριστικό νταλαβέρι, βρέθηκα στο μολαράκι του Άη Γιάννη. Φευ! Σε ελάχιστα λεπτά, θαρρείς και είχα καθίσει σε μυρμηγκοφωλιά, δεκάδες τουρίστες εφόρμησαν καταπάνω μου να με κατασπαράξουν. Με τις αδηφάγες φωτογραφικές τους μηχανές έμοιαζαν σαν γιγάντια μυρμήγκια. Με συνέλαβαν συναίματο, με τα χέρια σαν του Τζακ του αντεροβγάλτη. Το σουγιαδάκι μου χάρασσε τη μια μετά την άλλη τις σκορπίνες στο μαλακό υπογάστριο, προσέχοντας μην καταστραφεί το λατρεμένο συκώτι τους. Γύρισα ευγενικά στην αρχή, με μάτι «γυαλισμένο» στη συνέχεια:
NO PHOTOS PLEASE!
Ω του θαύματος με άφησαν στην ησυχία μου κι επέστρεψαν στα νύχια του ξεναγού. Εκείνος βλακωδώς, τα μόνα που είχε να αναφέρει για το ονειρεμένα μαγικό σημείο που τους είχε μεταφέρει σε ένα καταναγκαστικό «γύρο του νησιού», ήταν:

-Το ξενοδοχείο που «πήρε (είπε!) το όνομά του από το όνομα του ιδιοκτήτη του»,

-το οικόπεδο στην πλαγιά που «είχε πουληθεί πέρυσι ένα εκατομμύριο ευρώ»,

-η Δήλος απέναντι, που «έχει το ψηφιδωτό με τα δελφίνια» και …

-το μικρό εστιατόριο στην παραλία όπου γυρίστηκε η ταινία Shirley Valentine.

Έφυγαν τελικά αφήνοντάς με στην ησυχία μου να ξεπλύνω τα ψάρια, να τσεκάρω και τα τελευταία λέπια που πιθανόν μου είχαν ξεφύγει. Από μακριά κάποιοι τράβηξαν κλεφτά τις τελευταίες φωτογραφίες κι εγώ χαμογέλασα, συναισθανόμενος ότι πια δεν αποτελούσα παρά μια μικρή, μια ελάχιστη κουκίδα ολίγων pixel γραφικότητας στοi-padοδύναμο σκρίνιο του κόσμου.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά, καθώς συζητούσα με φίλους επισκέπτες για το νησί και το πόσο σιγά-σιγά αλλάζει. Είναι πράγματα, είναι όψεις, είναι συνήθειες και πρακτικές που αλλοιώνονται με τον καιρό. Σε μια δύσκολη ώρα για το νησί και τη δημόσια εικόνα του, κάποιες πλευρές όμως αναδεικνύονται, κάποιες προσπάθειες ιδιωτών βάζουν το νησί στον χάρτη από πολλές πλευρές.

Στον Άι Γιάννη, βασίλεψε για τα καλά ο ήλιος της Shirley Valentine.

Εδώ αναδεικνύεται μια άλλη εικόνα. Ο greek lover της δεκαετίας του ‘80 πούλησε τη βάρκα του, δεν μένει πια εδώ. Η νέα γενιά «που αξιώθηκε μια τέτοια πόλη» αναλαμβάνει, πιο βιαστική, πιο θαρραλέα, πιο έτοιμη για δράση, αλλά και πιο αποφασιστική να τα αλλάξει όλα. Κλασσικό παράδειγμα το Hippy Fish, όπου περάσαμε πρόσφατα ένα απόγευμα σε ένα τοπίο μαγικό, σε μια θάλασσα με νερά δροσερά και τον ήλιο ως αργά στη δύση του πέρα πίσω από τη Δήλο, συντροφιά μας.

Φέτος έκανε ίσως την πιο εντυπωσιακή «μεταγραφή» του καλοκαιριού κι ας είναι (όπως συνηθίζεται) με υποσχετική της μιας σεζόν, ίσως και μιας δεύτερης… Μια ιστορική μορφή διαφεντεύει στην κουζίνα, ο Φαμπρίτσιο Μπουλιάνι κι αυτό από μόνο του είναι μια εγγύηση, μια παρηγοριά που αντανακλά στα πιάτα που φτάνουν στο τραπέζι. Ο ίδιος μας είπε μιλώντας γενικότερα για το νησί:

«Εδώ στη Μύκονο μπορείς να βρεις τα πάντα. Μανιτάρια πολλά και διάφορων ειδών, χόρτα άγρια και ήμερα απίστευτης ποικιλίας. Τα μανάβικα έχουν μια δυναμική που σπάνια τη συναντάς ακόμα και στην Αθήνα. Κι ύστερα τα εξαιρετικά τυριά των νησιών. Τα ντόπια, αλλά και απ’ όλα τα νησιά που συχνά σου τα φέρνουν οι παραγωγοί στην πόρτα, ακόμα και λαχανικά, ντομάτες από την Τήνο, πατάτες από τη Νάξο… μέλια! Οι Έλληνες δεν ξέρετε τι πλούτο έχετε στη χώρα σας. Άκουσα για ένα τυρί στην Τήνο, τη ”γροθιά”. Ζήτησα και μου έφεραν από παραγωγό, είναι καταπληκτικό! Ανώτερο κι από την καλύτερη παρμεζάνα που κυκλοφορεί στην Ελλάδα…»

Απολαύσαμε πράγματι ένα βολάκι που μας πρόσφερε ο σεφ. Είχε δίκιο. Ήταν ένα εξαιρετικό τυρί βαθιάς ωρίμανσης φτιαγμένο από γάλα αγελάδας. Αναρωτηθήκαμε πόσο πιο δυνατό θα ήταν με γάλα αιγοπρόβειο. Αυτή ακριβώς η βαθιά ωρίμαση που ξεκινά από την κουζίνα και τον σεφ της, περνά στον ιστορικό χώρο και χρόνο, αγκαλιάζει τα προϊόντα και τις γεύσεις. Ζητά την αρμονία στη σχέση της με τη νέα γενιά. Αν πετύχει η συνταγή, αν δέσει σωστά η σάλτσα, η υποσχετική θα διευρυνθεί. Θα γίνει επένδυση για το μέλλον. Θα γίνει υπόσχεση ποιότητας με σύμπλευση καλής σχέσης στο κομμάτι της εστίασης. Εκεί αξίζει να επενδύει ένα εστιατόριο.

Επανέρχομαι στο απέναντι μολαράκι. Στο αφόρητα επαναλαμβανόμενο κλικ των φωτογραφικών μηχανών. Δυο ήταν πάντα και δυο παραμένουν (και στην εστίαση) οι δρόμοι, από τον καιρό του Ηρακλή: της (μαγειρικής) αρετής και της (life style) κακίας.

Εστιάζοντας σωστά στη μαγειρική αρετή, σημαίνει ότι έχουμε μπούσουλα στο ταξίδι. Οποιοσδήποτε άλλος προσανατολισμός, περιπλέκει τα πράγματα, αποδυναμώνει τον στόχο, κόβει το αβγολέμονο.

Ο δρόμος είναι ανοιχτός!

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών