Τα γαστρονομικά χρονογραφήματα του αείμνηστου δημοσιογράφου της «Καθημερινής» Μιχάλη Κατσίγερα ψηφιοποιούνται για πρώτη φορά και παρουσιάζονται από τον «Γαστρονόμο».

Τέλη Οκτωβρίου, αρχές Νοεμβρίου, όταν άρχιζαν οι χειμωνιάτικες ονομαστικές γιορτές, τα μεγάλα ζαχαροπλαστεία του κέντρου των Αθηνών, ανάμεσα στα άλλα ωραία γλυκά τους, όρθωναν και πυραμίδες με μαρόν γκλασέ. Τα θυμάμαι τυλιγμένα σε ασημόχαρτο στο «Λαύριον» –το ζαχαροπλαστείο μπροστά από την ομώνυμη αθηναϊκή πλατεία, γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Βερανζέρου– να τοποθετούνται από την πωλήτρια, σβέλτα και μεθοδικά, ένα-ένα στο γαλάζιο χαρτόκουτο, για να ζυγιστούν στην «αυτόματη» ιταλική ζυγαριά με τον μεγάλο βελονοδείκτη. Κάθε μισή οκά ήταν περίπου 25 – 30 κομμάτια. Κι όταν τα φέρναμε στο σπίτι και δοκιμάζαμε μόνο από ένα (για να μείνουν και για τους καλεσμένους), μια παχύρρευστη γλύκα στο στόμα προανήγγελλε τον μαλακό καρπό που από το δάσος είχε φτάσει μέσα στο σπιτικό της πόλης, «εξαστισμένος» από τη μαεστρία του ζαχαροπλάστη. Μα και σήμερα, τέτοιες μέρες, τα μαρόν γκλασέ και τα μαρόν ο σοκολά μάς περιμένουν στις βιτρίνες των ονομαστών ζαχαροπλαστείων της εποχής μας, αλλά το εμπορικό σουξέ τους δεν είναι ανάλογο εκείνων των παλαιών ημερών. Αν όμως τα μαρόν γκλασέ είναι γλυκά για το σπίτι, τα ψητά κάστανα είναι η χειμερινή γαστριμαργική ατραξιόν του δρόμου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΠότε πρωτοεμφανίστηκε το ουίσκι στην Ελλάδα;Πότε πρωτοεμφανίστηκε το ουίσκι στην Ελλάδα;Οι καστανάδες δεν είναι μόνο αθηναϊκό φαινόμενο. Οι φουφούδες στήνονται σε απάνεμες κόχες των δρόμων χρόνια και χρόνια στο τέλος Σεπτέμβρη σε πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Στην Αθήνα, το επαγγελματικό προνόμιο του καστανά, τουλάχιστον από τις αρχές του περασμένου αιώνα, ανήκει σε Θεσσαλούς. Υπάρχουν ακόμα κεντρικά «πόστα» στην Αθήνα –στο Μοναστηράκι– από τα οποία ζουν δύο οικογένειες. Τώρα η σκευή του καστανά είναι εκσυγχρονισμένη. Τέλος οι στρογγυλές τενεκεδένιες φουφούδες. Έχουν αντικατασταθεί από κατασκευές με ανοξείδωτο μέταλλο. Η τέχνη όμως του καστανά παραμένει η ίδια. Χαράζει τα κάστανά του με τη φαλτσέτα, τα χωρίζει σε μεγάλα, μεσαία και μικρά και τα ψήνει ανάλογα με τη ζήτηση, για να είναι και ζεστά και μαλακά μέσα από την ξεροψημένη όψη τους, έτοιμα να σπάσουν τη μύτη των περαστικών, να τους δελεάσουν για να κοντοσταθούν τις κρύες μέρες πάνω από τη ζεστασιά του κάρβουνου, να τα αγοράσουν στο χωνάκι από χαρτί ζεσταίνοντας τα χέρια τους και να τα γευτούν περπατώντας κόντρα στο ξεροβόρι και το δρολάπι.

Οι Θεσσαλοί καστανάδες κυριαρχούσαν από τη δεκαετία του ’30 μέχρι περίπου και το ’70 και στο Παρίσι κρατώντας έξω από μπιραρίες και καφενεία ένα μικρό κιόσκι, έχοντας εκτοπίσει τους Ωβερνιάτες. Είχαν εμπλουτίσει την πραμάτεια τους με φυστίκια, καραμέλες και σοκολάτες της παγκόσμιας εμπορικής φίρμας Mars. Σήμερα στο Παρίσι υπάρχουν και περιφερόμενοι καστανάδες με αυτοσχέδιες πρόχειρες φουφούδες πάνω σε καρότσια από σούπερ μάρκετ, που τους έφερε το ασιατικό κύμα μετανάστευσης.

Ο καστανάς στο σκίτσο είναι Έλληνας και απαθανατίστηκε το 1932 στο μπουλβάρ Σεν Μισέλ από τον Αντώνη Πρωτοπάτση. Και αυτός θα διαλαλούσε «Ζεστά-ζεστά κάστανα!», «Chaudes-chaudes les marrons!», όπως και οι καστανάδες του 2017.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 55.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών