Χαζεύω γύρω μου τα πιάτα για να φτιάξω την όρεξή μου και, απ’ ό,τι φαίνεται, εδώ οι σπεσιαλιτέ είναι οι μακαρονάδες. Τα ζυμαρικά είναι χειροποίητα, ολόφρεσκα και πραγματικά νόστιμα.
Είναι το πρώτο πράγμα που διηγούμαι σε φίλους και γνωστούς, μετά από έναν μήνα στην πρωτεύουσα του κόσμου, τη Νέα Υόρκη. Όχι, δεν φταίω εγώ που είμαι λιχούδα: το φαγητό δρόμου είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά στοιχεία της αμερικανικής μητρόπολης.
Η χαρά ότι βγήκε δική μας παραγωγή δεν συγκρίνεται με τίποτα. Είναι ένα απίθανο μείγμα συναισθημάτων, που προκύπτουν από την επαφή μας με τη φύση και τη χαρά της δημιουργίας.
Τα κορίτσια γοητεύονται από τους μουσικούς, μου είχε πει πονηρά. Τα έξυπνα κορίτσια, όμως, γοητεύονται από τους καλούς μουσικούς και από αυτούς που ξέρουν να μαγειρεύουν...
Η γιαγιά άρχισε να μαγειρεύει. Ο παππούς βάζει τη μουσική τους. Σμυρναίικα, Βέμπο, Σινάτρα, Βούλα Πάλλα, Καζαντζίδης συναντιούνται σε μια μεγάλη συναυλία πάνω από την κατσαρόλα της γιαγιάς.
Ανάλογα με τα φρούτα που παρήγε κάθε τόπος και τις συνήθειές του, έχουν διασωθεί διάφορες σπεσιαλιτέ, όπως το γλυκό φιρίκι Βόλου, το γλυκό κουφέτο της Μήλου με κολοκύθα, που σέρβιραν σε γάμους, το γλυκό μελιτζανάκι του Λεωνιδίου ή το γλυκό ελιά, στις ελαιοπαραγωγούς περιοχές.
Από τα βάθη της Ανατολής φερμένη, η μελιτζάνα κατέκτησε τις κουζίνες της Ανατολικής Μεσογείου, έφτασε στη Δυτική Ευρώπη και ταξίδεψε μέχρι την Αμερική.
Σε λίγο, βουτιά στο νερό, κολυμπάω ανάμεσα σε σαργούς και μουρμούρες, τα παγωμένα πελαγίσια νερά δρουν ευεργετικά, αντίδοτο στο αποκάρωμα της πεζοπορίας.
Η ταβέρνα ήταν το μακρινό όριο της Ηλιούπολης σε εκείνη την πλευρά του Υμηττού, κάμποση ώρα από τα τελευταία σπίτια, φάρος για τους πεινασμένους περίοικους και επισκέπτες.