Τον Μάιο του 1980 εξερράγη βίαια το ηφαίστειο της Αγίας Ελένης, στην πολιτεία Ουάσιγκτον των ΗΠΑ. Οι περισσότεροι θυμόμαστε τις εικόνες απόλυτης καταστροφής παρακολουθώντας τις ασπρόμαυρες τότε ειδήσεις στην τηλεόραση. Μέσα σε λίγα λεπτά, μια έκταση εκατοντάδων τετραγωνικών μιλίων καταστράφηκε σε τέτοιο βαθμό από τους εκατομμύρια τόνους στάχτης που την κάλυψαν, ώστε «αποστειρώθηκε»: δεν επιβίωσαν καν σπόροι φυτών και δέντρων.

Προς τρομερή έκπληξη, όμως, των βιολόγων που μελετούσαν την ασύλληπτη εξαφάνιση κάθε ζωής εκεί, σε μόλις τρεις μήνες από την έκρηξη, ερευνώντας την αχανή έκταση στάχτης και καπνισμένων βράχων, αντίκρισαν ένα φυτό που άνθιζε ζωηρά, αγνοώντας το χάος γύρω του. Ήταν ένα λούπινο. Και όχι ένα: εκατοντάδες φουντωτοί θάμνοι με τα μοβ ανθάκια τους ξεφύτρωσαν στη νεκρή γη, κάνοντας τους επιστήμονες να αναθεωρήσουν πολλά για τους κανόνες της επιβίωσης των φυτών. Η φράση ενός από αυτούς ήταν χαρακτηριστική: «Το λούπινο επιβιώνει στα πιο αφιλόξενα εδάφη του πλανήτη».

Χα! Πες το αυτό στους Μανιάτες, τους κατεξοχήν λουπινοφάγους σε όλη τη Γη. Στη θεόξερη μανιάτικη γη, το λούπινο όχι μόνο ευδοκιμεί εδώ και χιλιετίες, αλλά ήταν και από τα σταθερά αγαπημένα τρόφιμα, παρά τον τεράστιο μπελά της προετοιμασίας του. Το μάζευαν το καλοκαίρι, το ξέραιναν στον ήλιο, το κοπάνιζαν για να ξεχωρίσουν τον καρπό από τα σκύβαλα – απομακρύνοντας γέρους, παιδιά και αρρώστους για να μη ζαλιστούν από τις αναθυμιάσεις του–, το λίχνιζαν και το γλύκαιναν: το έβραζαν πρώτα σε μεγάλο καζάνι για κάνα δίωρο κι έπειτα το έβαζαν σε σακιά από λινάτσα, που τα βύθιζαν για μία εβδομάδα σε λούμπες στις ακτές, γεμάτες με θαλασσινό νερό. Έτσι το ξεπίκριζαν, το γλύκαιναν. Κι έπειτα ξανά άπλωμα στον ήλιο, να ξεραθεί και να φυλαχθεί, για να καταναλωθεί είτε ξερό, σαν στραγάλια, είτε βρασμένο, σαν σαλάτα. Πριν τα αποξηράνουν (μετά το ξεπίκρισμα στη θάλασσα), τα βράζουν σε νερό μέχρι να μαλακώσουν και τα σερβίρουν με λάδι μανιάτικο από ξερικές ελιές και αλάτι από τις μανιάτικες ακτές.

Τα αλκαλοειδή που περιέχει το λούπινο έχουν τοξικές και έντονες παραισθησιογόνες ιδιότητες. Το γνώριζαν αυτό από την αρχαιότητα και γι’ αυτό οι επισκέπτες του σπουδαίου νεκρομαντείου και της σπηλιάς-εισόδου στον Άδη, στο Ταίναρο, ενθαρρύνονταν να καταναλώνουν λίγα λούπινα πριν από την εγκοίμηση στο ιερό και την επικοινωνία στον ύπνο τους με τις ψυχές των αγαπημένων νεκρών. Τα έτρωγαν και στα νεκρόδειπνα αφιερωμένα στην Εκάτη, θεά της νύχτας, της Σελήνης, του θανάτου και της μαγείας. Τα λούπινα τα γνωρίζουν σχεδόν όλες οι φυλές αυτοχθόνων της Βόρειας Αμερικής ως τρόφιμο και κυρίως ως παραισθησιογόνο για την επικοινωνία των σαμάνων με τα ιερά τους πνεύματα.

Φτάνει όμως με το θανατικό. Το λούπινο είναι εξαιρετικά θρεπτικό και, καθώς κανένας κατακτητής δεν το γνώριζε, το άφησαν ήσυχο να το καταναλώνουν οι Μανιάτες σε σκληρές εποχές, όπως στην Κατοχή ή σε περιόδους λιμών, κι ας το σκέφτονταν ως εφιάλτη οι παλιοί Μανιάτες: με λουπινάλευρο έφτιαχναν στην Κατοχή ένα παξιμάδι, του οποίου η μπόχα, όταν το έβρεχαν για να το φάνε, τους στοίχειωνε για χρόνια. Ως ψυχανθές εμπλουτίζει με άζωτο το έδαφος, και έτσι το φύτευαν στα λιγοστά σταροχώραφα για να πλουτίσει το χώμα τη χρονιά της αγρανάπαυσης. Πρόσεχαν ένα πράγμα μόνο: μην το φάνε τα κατσίκια και πικρίσει το γάλα τους. Σήμερα η Αυστραλία είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα του κόσμου, αλλά κύριος εισαγωγέας είναι η βόρεια Ευρώπη, αφότου ανακάλυψε ότι είναι ιδανική τροφή για βίγκαν και χορτοφάγους, και φτιάχνουν με αυτό μπισκότα, τόφου και ψωμί.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών