Ήμουν ανέκαθεν ξενύχτης. Όχι εκ πεποιθήσεως αλλά περισσότερο γιατί η νύχτα προσφέρει ανέσεις τις οποίες μια κανονική εργάσιμη ημέρα κάνει να φαίνονται πολυτέλεια. Είναι οι ώρες για δουλειές ή δραστηριότητες που δεν χωράνε στο δεκαεξάωρο δουλειάς-ξεκούρασης. Μια ταινία στην τι-βι με τις πιτζάμες στον καναπέ. Τακτοποίηση των χιλιάδων προ ψηφιακής εποχής φωτογραφιών σε άλμπουμ ή σε κουτιά με ετικέτες. Τακτοποίηση των χιλιάδων φωτογραφιών της ψηφιακής εποχής σε ψηφιακούς φακέλους και σε κουτιά με ψηφιακές ετικέτες. Κόψιμο και περιποίηση νυχιών. Αυτοκούρεμα στον καθρέφτη. Γραφή και ανταλλαγή μηνυμάτων με φίλους που επίσης ξενυχτάνε. Σιδέρωμα πουκαμίσων, ράψιμο κουμπιών, βάψιμο και στίλβωμα παπουτσιών, μπάλωμα σαμπρέλας ποδηλάτου, μαγειρική κατά βούληση με νυχτερινό τιμολόγιο ρεύματος, βελτίωση δεξιοτήτων στο τέτρις, βούρτσισμα σκύλου, χάιδεμα γάτας, αλλαγή καμένων λαμπτήρων, έρευνα αγοράς ανεμιστήρων οροφής. Η νύχτα μοιάζει ανεξάντλητη – μου χαρίζει χρόνο, κλέβοντάς μου ύπνο. Όποια δουλειά και να με κυνηγάει, τη νύχτα μού φαίνεται ότι μπορώ να τη φέρω εις πέρας πιο εύκολα, ο χρόνος κυλάει πιο αργά, πιο χαλαρά, πιο παραγωγικά. Το μόνο που με καταδιώκει είναι μια πείνα, που ώρες ώρες θεριεύει και τότε πέφτω στο ψυγείο και στα ντουλάπια με μανία, εξολοθρεύω ό,τι έτοιμο και ημιέτοιμο. Αυτή την πείνα, αυτή τη λαιμαργία που με τραβάει από το μανίκι, προσπαθώ να τιθασεύσω. Αυτό το αγωνιώδες 13ο σνακ, το γεύμα μετά τις 12 τη νύχτα δηλαδή, παλεύω να αποκλείσω από τη διατροφική μου διαστροφή. Προς το παρόν, τα καταφέρνω, είναι όμως μόλις η τρίτη ημέρα. Ή η τρίτη νύχτα, που ξαφνικά φαίνεται ακόμα μεγαλύτερη.

*To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Ιουνίου, τεύχος 158.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών