Ανοίγω την πόρτα του γωνιακού μαγαζιού, Ευριπίδου και Αθηνάς, στην είσοδο επί της Αθηνάς. Πατάω σε κάτι τραγανό. Κοιτάζω το παλιό μωσαϊκό, είναι στρωμένο με φρέσκο ροκανίδι. Εντυπωσιάζομαι από τον χώρο. Ψηλοτάβανο το κατάστημα. Εντοιχισμένα βαρέλια με χειρόγραφες ετικέτες κολλημένες πάνω τους, αναφορά στο περιεχόμενό τους, σε δύο σειρές, μπροστά ένας άνετος διάδρομος στον οποίο κινούνται πέντε έξι υπάλληλοι με γκρίζες ποδιές, μπροστά ένας μονοκόμματος πάγκος με ένα ανοιγοκλειόμενο πάσο και στην άκρη προς την είσοδο, το ταμείο.

Η πελατεία, κυρίως χασαπάκια από δίπλα, σβήνανε τη μεταλλική γεύση των σφαγίων πίνοντας αρωματικά λικεράκια, μπανάνα, τσέρι και «διάφορο». Στον πάγκο απλωμένες λαδόκολλες με το κολατσιό τους, πρώτης τάξεως αλλαντικά και τυριά, ψωμί και παξιμάδι.

«Φώτη», λέω στον ξάδελφό μου, πιστό συνοδοιπόρο στις κρεπάλες, «σερβίρουν ποτό με το ποτήρι. Είσαι;» «Ναι, αλλά τι;» «Κόκκινο γλυκό κρασί», του λέω, «πενήντα δραχμές το νεροπότηρο». Δύο ποτήρια έκαστος και μετά, ουζάκια με φυστίκι που είχα ήδη προμηθευτεί από τα γειτονικά ξηροκαρπάδικα. Ένα ούζο άοσμο, πιο πολύ έμοιαζε με βότκα.

Αυτό το ούζο μας έβγαζε ασπροπρόσωπους στις συναυλίες στο «Ρόδον», χορός μέχρι που μας διώχνανε, καθαρό κεφάλι την επομένη. Πίνουμε τα τελευταία, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Χαιρετάμε και βγαίνουμε στην Αθηνάς. Περπατάμε προς την Ομόνοια. Στη γωνία της Αθηνάς, με φόντο την πλατεία, μας βλέπω, εμένα και τον Φώτη, ασπρόμαυρους να ποζάρουμε χαμογελαστοί, πίσω μας το σιντριβάνι, κοντά παντελόνια και μάλλινα ημίπαλτα, στο ένα χέρι από μία τυρόπιτα, στο άλλο από ένα πακέτο, τα πρώτα μας μπλου τζιν αγορασμένα στη Στοά Ορφανίδη.

Δίπλα μου η θεία Ζωζώ και εγώ να παρακολουθώ σαν με τα μάτια της μάνας μου. «Να την πάρω ένα τηλέφωνο», λέω στον Φώτη.
Αχ και να μπορούσα.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών