Τα αυγά μάτια δεν είναι ποτέ ένα, είναι ζευγάρι, πάνε δύο δύο μαζί. Εκείνα τα τηγανητά αυγά είχαν αφράτο αλλά συμπαγές ασπράδι, απλωμένο μεν στο τηγάνι, αλλά χωρίς τις κριτσανιστές δαντέλες στο φεστόνι. Δεν είχαν υγρά δυσάρεστα σημεία, ήταν θαυμάσια ψημένα, χωρίς να κινδυνεύουν να ’ναι στεγνά, και στο κέντρο τους ανέτελλε ο κρόκος. Τον έσπαγες με το ψωμάκι που έμοιαζε και λίγο με μπριός, ελληνική εκδοχή. Σηκώνοντας την μπουκιά, μόνο πορτοκαλί καρδιά του κρόκου ίσως έπεφτε, καμιά υδαρής, μισοψημένη σταγόνα. Είχαν τηγανιστεί σε βούτυρο, αληθινό, μαλακό στο άρωμα, καθησυχαστικό. Το πιάτο τους ήταν ελάχιστα μεγαλύτερο από τα αυγά, κατάλευκο κι αυτό, παχουλή η πορσελάνη με στρογγυλάδες στα χείλη. Κι ήταν πάντοτε ζεστό.

Μπορεί η ανάμνησή τους να ’ναι ολοζώντανη – τα αυγά, οι καφέδες, τα γιαούρτια με το μέλι, τα ποτήρια με το γάλα πάνω στα μαρμάρινα τραπέζια. Κι από δίπλα, σε όλες τους τις λεπτομέρειες, οι τζαμαρίες, το σακάκι το λευκό του σερβιτόρου. Οι μαύροι κύκλοι στα μάτια μας από τη 15ωρη δουλειά που είχε προηγηθεί. Η ένταση που θα άρχιζε να καταλαγιάζει. Έξω είχε αρχίσει να χαράζει. Είναι τόσο ζωντανή η εικόνα, που αναρωτιέμαι αν είναι ανάμνηση ή ευσεβής πόθος, κατασκεύασμα της φαντασίας και της επιθυμίας – πού να πηγαίνει κανείς ξημερώματα στην Αθήνα ύστερα από δωδεκάωρο δουλειάς στα παλιά τυπογραφεία της οδού Αναξαγόρα.

«Πάμε στην Ομόνοια», λέγαμε – αλλά δεν ήταν το Νέον, είναι βέβαιον. Μήπως ήταν το Άστυ; Ή το Βρετάνια καταπώς λέει ο Άγγελος Παπαδημητρίου; Στον οποίο η περιγραφή των τηγανητών αυγών αμέσως του χτύπησε το κουδουνάκι. Τι νόημα έχει να το βρω, η νοσταλγία και δηλητηριάζει, και παραπλανά.

Όλες οι συνήθειες που συνδέονταν με την Ομόνοια – μα τι ωραία λέξη όμως!– έχουν αλλάξει. Και το νόημα του ονόματός της έχει κινδυνεύσει, άσε που από χρόνια πολλά το προφέρουμε μηχανικά χωρίς να κοντοσταθούμε. Βιαστικά και αφηρημένα, όπως διασχίζουμε την ίδια. Έχει γίνει πέρασμα, δεν είναι προορισμός για τους περισσότερους. Ίσως γιατί όλες οι βίαιες μεταμορφώσεις της μόνο την ασχήμαιναν, ίσως γιατί, όπως έγραφε ο Ιωάννου, σαράντα κιόλας χρόνια πριν «για τον παυσίλυπό του τόπο»: «Η Ομόνοια παλιότερα είχε περισσότερη μυστική ζωή, συντελούσαν τα πολλά και ωραία καφενεία. Ο Θάνατος της Ομόνοιας θα σημάνει από τη στιγμή που θα κλείσουν και τα υπόλοιπα καφενεία, κυρίως τα ισόγεια. Γιατί αυτό, το ισόγειο, είναι το καλό καφενείο, που επιτελεί τη λειτουργία του ως στέκι. Κιόλας τα μαγαζιά αυτά έχουν υποστεί στις μέρες μας ένα πλήγμα – δεν διανυκτερεύει κανένα τους».

Δεν ξέρω τι έφταιξε που έγινε ο ορισμός του φευγαλέου: ξέρω όμως ότι μέχρι να γίνει τόπος ομόνοιας – αν γίνει ποτέ ξανά– με επιμονή θα υποστηρίζω τη Στάνη, τον Κτιστάκη και τα αυγά μάτια που μπαινοβγαίνουν από την παλιά ζωή στα όνειρά μου.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών