Ήταν καλοκαίρι του 2014, οι γονείς στα μισά της ένατης δεκαετίας της ζωής τους και εγώ άνεργος, αλλά γεμάτος ενέργεια από το καθισιό, προσγειώθηκα σαν κομήτης στο πατρικό μου σπίτι, έτοιμος να αναβαθμίσω την καθημερινότητά τους, μαζί και τη διατροφή τους, η οποία περιοριζόταν στα πολύ βασικά και μάλλον αντίθετα με αυτά που έπρεπε. Η αδελφή μου και ο Σταύρος ασχολιόντουσαν με τα ιατρικά τους, έτσι και εγώ είχα τις απαραίτητες πληροφορίες για το σωστό διαιτολόγιό τους.

Άρχισα να τους επισκέπτομαι καθημερινά και παράλληλα με την ανα- διοργάνωση του σπιτιού και της αυλής, όπως εγώ νόμιζα, άρχισα και τα μαγειρέματα. Μαζί, τα «μη» και τα «όχι». Μη στο αλάτι, όχι κίτρινα τυριά, μη στα άσπρα ψωμιά και ζυμαρικά, όχι στη ζάχαρη και στα φρούτα. Οι γονείς με κοιτούσαν αδιαμαρτύρητα να ασχολούμαι μαζί τους σαν να ’μουν προϊστάμενός τους, λέγοντάς τους τι να κάνουν και τι να μην κάνουν, αυστηρός και ανένδοτος, με το ζόρι γηροκόμος τους.

Αν ήξερα καλύτερα, μαμά, θα έτρωγα μαζί σου σύκα, πεπόνια και γερμάδες, μπακλαβάδες και σοκολατίνες. Θα πίναμε γαλόνια γλυκό καφέ και, αν βαριόμασταν να τον φτιάξουμε, θα τον μασούσαμε ωμό μαζί με ζάχαρη.

Κι εσένα, μπαμπά, θα σου ’φτιαχνα ομελέτες με λουκάνικα, μοσχαρίσια σνίτσελ με τηγανητές πατάτες, μπακαλιάρο σκορδαλιά, συκώτι, τοστάκια με γραβιέρες και παστουρμά. Θα πίναμε ούζα και κρασιά, ουίσκι-τζίντζερεϊλ και τζιν φιζ, σαν κι αυτό που έφτιαξες και ήπιαμε παρέα στη βεράντα του σπιτιού ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα του ’75.

Θα σας ζητούσα να μου αφιερώσετε ένα τανγκό. Θα σας χάιδευα τα μαλλιά και θα σας πήγαινα μια βόλτα στο Σούνιο. Κάθε μέρα. Αν ήξερα καλύτερα.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 142.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών