Σπουδή στους μεζέδες των καφενείων και η περίπτωση του «Λέσβιον».

Απαρεγκλίτως, ο πατέρας μου πάει στο καφενείο κάθε μέρα. Οποιαδήποτε πρόταση για απογευματινή βόλτα δεν είναι αρκετά δελεαστική για να πάρει απουσία από τη… συμμορία των ενήλικων φίλων του. Έχουν αλλάξει με τα χρόνια δύο τρία στέκια στα πέριξ της Παλιάς Κοκκινιάς. Στα τελευταία, δε, ο καφές και η συζήτηση περί μπάλας είναι μόνο ένα απεριτίφ για το φαγοπότι που έπεται. Καβούρια ψητά, πουλιά κοκκινιστά και αγριογούρουνο – από κυνήγι που φέρνουν οι φίλοι, μπιφτεκάκια καλοζυμωμένα, ψημένα στη σχάρα από τον μερακλή κολλητό, τον Δημήτρη, που είναι και ο ιδιοκτήτης του καφενείου. Μια μέρα, είχαν επίσημο κάλεσμα και συνοδευόμενοι από τις γυναίκες τους πήγαν για γλέντι τρικούβερτο, με φαΐ μετά μουσικής παρακαλώ, εκεί όπου τα απογεύματα επιδίδονται στο τάβλι και πίνουν νεσκαφέ.

Το κουβεντολόι πάει σύννεφο στα καφενεία, συζητούν με ρητορική πολεμική και καταπιάνονται με πολιτική, επικαιρότητα, ποδόσφαιρο και με τα νέα της γειτονιάς. Βγάζουν οι άντρες τα σώψυχά τους. Ομαδική ψυχοθεραπεία. Πρόκειται για ένα πιο ρεαλιστικό facebook, έχουν άλλο προφίλ εκεί μέσα, άλλος πιο μαζεμένος από ό,τι είναι στο σπίτι, άλλος πιο φωνακλάς. Κάπως έτσι έχει βγει το ρητό «το καφενείο είναι Βουλή και ιατρείο». Τέτοια καφενεία-χωνευτήρια έχει πολλά ο τόπος μας. Ως περαστική θυμάμαι κάποια πορτρέτα των μόνιμων, αλλά και τους μεζέδες σε καφενέδες από τα Καμίνια μέχρι την Αμοργό, το Γύθειο και τις Μανωλάτες στη Σάμο. Την ομελέτα με το παστό που μου είχαν φτιάξει στη Λάγια της Μάνης, στο καφενείο του Μπέη, τη γουρουνοπούλα στον Πλάτανο στην Καλαμάτα, το πιο νόστιμο λαδερό με φασολάκια δροσερά στα Αϊτάνια του Ηρακλείου, σαν και τώρα τα θυμάμαι. Πώς γίνεται στα καφενεία να κάνουν τις ωραιότερες τηγανητές πατάτες; Είναι σπουδή το φαγητό τους, είναι σαν να σε καθίζουν στο οικογενειακό τραπέζι και γι’ αυτό τα αναζητώ και στην Αθήνα. Δεν νοιάζονται για τις μόδες, δεν έχουν βάλει στην κουζίνα τους κρέμα βαλσάμικο.

Έτσι κόλλησα με το καφενείο του Περικλή στην Άνω Κυψέλη. Δίπλα διαβάζανε εφημερίδα, πιο κει κάτι μαστόρια δροσίζονταν με μπίρες, κι εμείς με βιολογικό τσίπουρο λιανίζαμε τις ψωμωμένες ελαφροπάστωτες σαρδέλες του. Το Λέσβιον της Άνω Κυψέλης είναι περίπτωση, όπως και ο Περικλής που το έχει. Θα φάτε σουπιές ψητές με το μελάνι τους, χταπόδι λιασμένο στις ηλιαχτίδες που περνάνε στριμωχτά ανάμεσα από τις πολυκατοικίες του Γαλατσίου. Έχουν καλά παστά από τη Λέσβο, η πατατοσαλάτα έχει μόνο λαδάκι και πιπέρι, οι κουτσομούρες τηγανισμένες στον αφρό και το ίδιο είναι και ο γαύρος, που τρώγεται σαν τσιπς, χωρίς σταματημό. Είναι συνεπείς με την εποχικότητα και με την πρώτη ύλη. Στο τέλος κερνάνε γιαούρτι με βύσσινο. Πια το έχει μάθει ο κόσμος και τις Κυριακές πρέπει να πάρεις τηλέφωνο. Μπορείτε να πάτε μόνο για καφέ ή ούζο με μεζέ. Ωστόσο, εμείς προτείνουμε το ολοκληρωμένο γεύμα.


Βαρδουσίων 3, Άνω Κυψέλη (Γαλάτσι), τηλ. 210-29.23.689

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών