Η Μαρίνα είναι λειτουργός, είναι σαμάνος. Το φαγητό της είναι ίδιο, επαναλαμβανόμενο εις τους αιώνας των αιώνων. Χωρίς εξωτισμούς, χωρίς σπανιότητες, χωρίς τζιριτζάντζουλες. Χωρίς ριζότι και γαριδομακαρονάδες. Η Μαρίνα είναι νέα ταβερνιάρισσα σε polaroid ξεθωριασμένη.

Η Μαρίνα σήμερα έχει μουσακά, παστίτσιο, σουτζουκάκια, ιμάμ με φέτα, κοτόπουλο λεμονάτο, γιουβέτσι με μοσχάρι, αίγα ντόπια κοκκινιστή. Με πατάτες, μακαρόνια ή ρύζι. Διαλέγεις. Γίγαντες πλακί, χόρτα, σαλάτες, λίγους μεζέδες. Ένα ταψί όλο κι όλο από κάθε φαγητό, όλα τα ταψιά στη βιτρίνα στη σάλα, μπροστά από την κουζίνα. Τα φαγητά της είναι χαμηλά, δεν είναι ογκηρά, έχουν το ύψος της σπιτικής, λαϊκής μαγειρικής, μέτρο. Η Μαρίνα δεν είναι αυθάδης. Τα φαγητά της είναι χάδια.

Ο μουσακάς της, ας πούμε, είναι το ιδεότυπο του μουσακά. Ένα λεπτούργημα με ανατολίτικο νάζι, ημίρρευστος, μελάτος, γλύκισμα.
Έξω, σε μια παλιά βιτρίνα του πάγου, με συρταρωτά παράθυρα, η βροντερή ψαριά της ημέρας. Η Μαρίνα παίρνει πάντα ψάρι πρώτο. Ξέρει. Την ξέρουν.

Η Μαρίνα έχει επίσης το καλύτερο καλαμάρι. Το υδραίικο καλαμάρι, από το γόνιμο ρήγμα μεταξύ Ύδρας και Ερμιονίδας, είναι πιθανότατα το νοστιμότερο του κόσμου. Ε, της Μαρίνας είναι το κάλλιστο. Το ψήνει στα κάρβουνα, να κρατάει, μαστιχωτό, να βαστά τα ζουμιά του, σκέτο. Δωρικός μεζές. Λαδολέμονα, μυρωδικά και άλλα αρτύματα συνιστούν ύβρη.

Η Μαρίνα διδάσκει μέτρο, χωρίς να είναι δασκάλα. Μια αγκαλιά είναι η Μαρίνα. Η Μαρίνα έχει την ταβέρνα πάνω στον βράχο του Βλυχού. Έχει σπίτι και στο λιμάνι της Ύδρας, εκεί κάθεται τον χειμώνα, ξεκαλοκαιριάζει όμως στον Βλυχό, να μην την «τρώνε τα καυσαέρια», όπως λέει. Η Ύδρα δεν έχει αμάξια. Η Μαρίνα έχει χιούμορ.

Στέκομαι τώρα στην πέτρινη βεράντα της με τη μυθική θέα. Στα αριστερά απλώνεται η Ύδρα, βράχοι και πράσινες πλαγιές εναλλάξ, απέναντι τα μαλακά βουνά της Αργολίδας, στη θάλασσα νησιά και βραχονησίδες, η Δοκός, η νήσος Παλαμιδάς, το Ερημονήσι, η νήσος Πετάσσι, ο Ποντικός, Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, ομηρικό σκηνικό.

Την ταβέρνα η Μαρίνα την άνοιξε το ’62. Εξήντα χρόνων το μαγαζί, όσο και ο γάμος της με τον μπαρμπα-Γιώργο, το ’61 παντρεύτηκαν. Κι έχει δει χαρές και φουρτούνες. Το φαντάζομαι χειμώνα, με λιγοστό φως, πνιγμένο σε καπνούς, σε κοφτές ανάσες γλεντιών, σε ιαχές καβγάδων. Από τα αρμολόγια ακούγονται ψίθυροι, ξεπηδούν φαντάσματα, τόσες και τόσες ζωές πέρασαν από εδώ. Εδώ ο Γιώργος ο Παπαδόπουλος, ο πολιτικός μηχανικός, παιδικός φίλος του πατέρα μου και της Μαρίνας, γνώρισε τη γυναίκα του. Γιαννιώτισσα, Καστρινή, ήταν νοσοκόμα τότε στο νησί. Ήθελε, λοιπόν, να της ζητήσει να χορέψουν, το ραδιόφωνο όμως έπαιζε για ώρα ειδήσεις. Είδε κι απόειδε, «χορεύετε ειδήσεις;» της είπε, και αυτό ήταν, πέρασαν όλη τη ζωή τους μαζί.

Το μαγαζί της Μαρίνας είναι στέκι. Μένει ανοιχτό όλο τον χειμώνα, τα Σαββατοκύριακα. Οι ντόπιοι ξέρουν, έρχονται. Η Μαρίνα είναι προστάτιδα των παλιών παρεών.

Η Μαρίνα είναι μαμά, γιαγιά, νοικοκυρά και αφεντικό. Η Μαρίνα είναι αγωνίστρια και πάνω από όλα καλός άνθρωπος. Όλοι θα σ’ το πουν. Η Μαρίνα είναι λειτουργός, είναι σαμάνος. Το φαγητό της είναι ίδιο, επαναλαμβανόμενο εις τους αιώνας των αιώνων. Χωρίς εξωτισμούς, χωρίς σπανιότητες, χωρίς τζιριτζάντζουλες. Χωρίς ριζότι και γαριδομακαρονάδες. Η Μαρίνα είναι νέα ταβερνιάρισσα σε polaroid ξεθωριασμένη. Κι ας αγαπάμε το δροσερό αεράκι της ανανέωσης, τα αποκρυσταλλωμένα, τα πάγια, τα αυστηρώς μη ανανεούμενα, αν γίνονται με σιδερένια φροντίδα και αδιαφιλονίκητη ποιότητα, τα λογαριάζουμε για ιερά. Φαγητά-θεία μυστήρια. Δίπλα στους ναυάρχους, στους μπουρλοτιέρηδες, δίπλα στον Τέτση, στον Γκίκα και στον Σαχτούρη, στην πινακοθήκη των σπουδαίων του νησιού και κάθε νησιού, θα λάμπει πάντα μια Μαρίνα αγέρωχη. Η Μαρίνα του βράχου του Βλυχού, η Μαρίνα μας των βράχων.

Χαρντ ροκ.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών