«Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο ευχάριστη είναι η χώρα και ο υπέροχος ζεστός ήλιος όλη την ημέρα και το βράδυ οι ταβέρνες: ζεστές γαρίδες σε ελαιόλαδο και υπέροχο κρασί και η απαλή γλυκιά μυρωδιά των ελληνικών πεύκων. Δεν θα γυρίσω πότε στην Αγγλία. Πώς θα μπορούσα;». Οι σημειώσεις του ζωγράφου Τζον Κράξτον, για το μεδούλι της ευζωίας στην Ελλάδα βάζουν σχεδόν ισότιμα στο κάδρο τις ψηφίδες του ήλιου και την αχνιστή θαλπωρή αλλά και έκρηξη μιας ελληνικής ταβέρνας. Σαν και αυτές που συνάντησε στην Κρήτη, στην Ύδρα, στα ταξίδια του ανά τη χώρα και έγιναν με κάποιον τρόπο η κοινή του γλώσσα με τους Έλληνες. Ο τρόπος που σύνορα και διαβατήρια καταργούνται την ώρα που μοιράζεσαι το ψωμί, σερβίρεις κρασί και γεύεσαι κάτι από τα τσουκάλια στην κουζίνα της ελληνικής ταβέρνας.

Μα, θα πει κάποιος, μιλάς για την ταβέρνα στη νεοελληνική ζωγραφική και στη φωτογραφική απεικόνιση που έχει εικαστική διάσταση, εκκινώντας από έναν «ξένο». Ναι, τίποτα πιο ειλικρινές και χωρίς σκουπίδια στο μάτι από τη βουτιά ενός ξένου στην κουλτούρα της ελληνικής ταβέρνας. Και ναι, ο Κράξτον διέθετε το χάρισμα του λόγου. Λέξεις-πινέλα, που απέδιδαν μια εικόνα χωρίς καν να ακουμπήσει τον καμβά. Αλλά και όσοι δεν το είχαν αυτό το χάρισμα ζωγράφισαν κυρίως με ένα βλέμμα αθώο και παραδομένο στη συνθήκη της ταβέρνας.

Μια αυτοβιογραφία είναι στη βάση τους τα έργα τέχνης για την ελληνική ταβέρνα. Αλλά και μια σπουδή στην αμετακίνητη ελληνικότητα. Με κοινές θεματικές, κοινές αναφορές: ο θαμώνας και ο σερβιτόρος – φυσιογνωμίες που αποτελούν ολόκληρες πινακοθήκες της ανθρωπογεωγραφίας κάθε εποχής. Στοιχεία που αναπτύσσονται σε still life, νεκρές φύσεις, πιάτα, ποτήρια, τα μεγάλα βαρέλια με το κρασί, η αρχιτεκτονική του χώρου.

Πως οραματίστηκαν οι καλλιτέχνες την ταβέρνα
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ταβέρνα, 1960, Αρχείο Μπενάκη

Η περίπτωση του Χατζηκυριάκου-Γκίκα είναι η πλέον χαρακτηριστική (στενός φίλος του Κράξτον, του σύστησε την Ελλάδα ουσιαστικά μαζί με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ). Ταβέρνες και καφενεία απέκτησαν κυρίαρχη –κάποιος θα έλεγε ακόμα και εμμονική– θέση στα έργα του από το 1935 έως το 1960. Έχει ενδιαφέρον ότι είναι το βίωμα, η προσωπική σύνδεση και χαρά αυτή που κινεί το χέρι του Έλληνα ζωγράφου, όπως και στην περίπτωση του Κράξτον. Για τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα δεν είναι η χαρά της αποκάλυψης, αλλά της ρίζας, αφού φαίνεται ότι το σύμπαν με τις ταβέρνες του αναβλύζει από μια οικογενειακή του φωτογραφία, σε ένα καφενείο πάνω στη θάλασσα στην Αιδηψό το 1919. Είναι 13 χρονών, ποζάρει στον φωτογραφικό φακό, ανάμεσα σε επτά γυναίκες της οικογένειας, ο μοναδικός άνδρας αυτός. Το τραπεζάκι έχει στερεωθεί στα χαλίκια, πίσω περνάει ένα καράβι από τη θάλασσα-καθρέπτη. Το 1937, αυτή η προφανώς πολύτιμη φωτογραφία θα γίνει πίνακας ζωγραφικής με τίτλο «Οικογενειακό απόγευμα στην Αιδηψό».

Η αναφορά στο περιστατικό γίνεται για να φωτίσει το γεγονός ότι οι ταβέρνες αποτελούν θέμα της ζωγραφικής, επειδή προϋπήρξε ένα βίωμα ισχυρό με επίκεντρο αυτές. Για τον Γκίκα το θέμα ήταν τόσο σημαντικό, που δημιούργησε μια ολόκληρη σειρά από πίνακες και τους εξέθεσε στο Λονδίνο στη Leincester Gallery το 1953 («Ταβέρνα και ψησταριά», «Ταβέρνα τη νύχτα», «Ταβέρνα στην εξοχή» κ.ο.κ.). Την εποχή εκείνη μπορεί να φαινόταν ιερόσυλο, όμως ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας παρουσίασε μια ελαιογραφία σε μουσαμά, υπό τον τίτλο «Αρχιερέας», απεικονίζοντας έναν ταβερνιάρη με στολή μάγειρα ανάμεσα σε σφαχτά, λαχανικά, γύρο στη σούβλα. Θα μου πείτε, ο Κράξτον συνέκρινε τον ήλιο με ζεστές γαρίδες στο ελαιόλαδο και ένα ποτήρι κρασί.

Μπορούν λοιπόν τα έργα με ταβέρνες και καφενεία ή μπακαλοταβέρνες να λογιστούν ως έργα αυτοβιογραφικά του δημιουργού τους. Σαν φωτογραφίες της στιγμής, που έχουν εμποτιστεί με τα χρώματα της ψυχής και της εμπειρίας. Είναι η δήλωση «τότε ήμουν ευτυχισμένος». «Υπήρξα ανάμεσα σε όσους αγάπησα». Ανατρέχοντας στο αριστουργηματικό φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, βλέπουμε εικόνες εκείνων των εποχών, σε φωτογραφίες στιλπνές και πυκνές, που αποτελούν κάτι ευρύτερο και πιο εμφατικό από πορτρέτο ή ντοκουμέντο της στιγμής. Η περίπτωση του Νικόλαου Τομπάζη είναι χαρακτηριστική.

Φωτογραφίζει την ταβέρνα Παναγιώτου Ρίτσου, στη Μονεμβασιά, με δύο ηλικιωμένους θαμώνες, μπροστά στον γεμάτο φωτογραφίες τοίχο, το μακρύ λινό τραπεζομάντιλο με τα κρόσσια, σαν να βρίσκεται στην τραπεζαρία μιας μονής, με μορφές ιερατικές μπροστά του να μοιράζονται κρασί και ψωμί. Ο Παναγιώτης ήταν ανιψιός του Γιάννη Ρίτσου και ο ποιητής έτρωγε εκεί κάθε μέρα σε αυτή την ταβέρνα όταν βρισκόταν στην πατρίδα του. Αντίθετα, οι Κρανιδιώτες ψαράδες που φωτογράφισε ο Τομπάζης σε ταβέρνα στη Ραφήνα μεταδίδουν το σφρίγος και το αλάτι της εργασίας στη θάλασσα, μια έκρηξη της ζωής την ώρα που ξαποσταίνουν. Και αποκτούν ξανά ρίζες στη γη, και στο διονυσιακό.

Πως οραματίστηκαν οι καλλιτέχνες την ταβέρνα
Μανουσάκης Γεώργιος, Ταβέρνα, 1963, Λάδι σε μουσαμά.

Ένας στοχασμός πάνω στην ελληνικότητα είναι επίσης η αποτύπωση της ταβέρνας. Κοιτάζω τον ήρεμο κόσμο του Γιώργου Μανουσάκη στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης. Οι θαμώνες απουσιάζουν, το σώμα λείπει, όμως το ζεστό εκτόπισμά του είναι σαν να υπάρχει στην αίθουσα η οποία είναι προφανές ότι είναι χώρος που έχει κατοικηθεί. Οι διαφημίσεις στους τοίχους, τα μεγάλα ζωγραφισμένα βαρέλια, μια Σπανιόλα στον τοίχο, λουλούδια σε ένα βάζο και οι καρέκλες τραβηγμένες, έτοιμες να τις αρπάξεις να κάτσεις. Μια συνθήκη αναμονής.

Πως οραματίστηκαν οι καλλιτέχνες την ταβέρνα
Τάσσος (Αλεβίζος Αναστάσιος), Το παιδί της ταβέρνας, 1957, Έγχρωμη ξυλογραφία σε χαρτί.

Το δάσος των λεπτομερειών, των στοιχείων της καθημερινότητας κυριαρχεί ακόμα και όταν όλα μοιάζουν απολύτως οργανωμένα στον μουσαμά ή στο χαρτί. Ο Τάσσος ζωγραφίζει το αμούστακο, ξυπόλυτο παιδί της ταβέρνας, ένα αγόρι σε σώμα άντρα, μπροστά από τη βιτρίνα με το πλεκτό σεμέν και τα κάθε λογής ποτηράκια. Διστακτικός και άγουρος. Αντίθετα, στα έργα του Μάρκου Ζαβιτσιάνου (χαλκογραφία και οξυγραφία του 1919), η ταβέρνα εμφανίζεται ως χώρος σκοτεινός, χώρος διενέξεων, καβγάδων. Εκεί όπου οι παρεξηγήσεις και οι πολιτικές φλόγες οδηγούσαν σε εκρήξεις, άνδρες πιάνονταν στα χέρια, μαχαίρια έβγαιναν, βεντέτες φούντωναν. Υπάρχει φυσικά και αυτή η διάσταση της ταβέρνας, που όμως δεν δημιούργησε τόσο την ανάγκη να αποτυπωθεί, όπως η φωτεινή, διονυσιακή της υπόσταση. Η έγχρωμη ορμή. Σαν τον εργάτη που χορεύει στην ταβέρνα μετά τη δουλειά, στον καμβά του Κράξτον.

Πως οραματίστηκαν οι καλλιτέχνες την ταβέρνα
Ζαβιτζιάνος Μάρκος, Στην ταβέρνα, 1913 – 1914, Οξυγραφία, ακουατίντα / φωτογραφία: Θάλεια Κυμπάρη

Και φυσικά υπάρχουν και αυτά τα έργα, που δεν αποτυπώνουν ακριβώς ταβέρνες, αλλά είναι σαν να βλέπεις σε αυτά όσα αντίκρισε ο ζωγράφος κοιτώντας απέναντι από το τραπέζι του ή γυρνώντας σπίτι μετά από αυτό, αφού είδε σώματα να χορεύουν, να αγγίζονται, στόματα να ανοίγουν διάπλατα για να γελάσουν. Οι άλλες όψεις, του φαντασιακού και του πόθου.

Στο άνοιγμα: Νίκη Καραγάτση, Ταβέρνα στη Μύκονο, 1955. Αρχείο Μπενάκη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΑναμνήσεις από την ΠόληΑναμνήσεις από την Πόλη

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 203.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών