Τις λέξεις δεν τις βρίσκω. Δουλεύω με τα χέρια, τη μύτη, το στόμα. Πρέπει όμως να τα πω αυτά που έζησα. Γιατί και τα χέρια και η μύτη και το στόμα αυτά θυμούνται.

Έβλεπα τη Νατάσσα Μποφίλιου σε μία συνέντευξη στην τηλεόραση. «Τα παιδικά σου χρόνια πώς ήταν;». «Υπέροχα», απάντησε χωρίς να διστάσει η Νατάσσα.

Εγώ δεν τα είχα ποτέ τα υπέροχα παιδικά χρόνια. Μια οι δικοί μου δαίμονες, μια οι δαίμονες που βασάνιζαν την Κύπρο… Εγώ δεν τα είχα ποτέ.

Τη Δευτέρα το πρωί μάς έστειλε η μάμμα μου να πάμε στη φίλη της την κ. Σούλα για να πάρουμε ένα φόρεμα που είχε τελειώσει. Η μάμμα, εκτός από το να μεγαλώνει τέσσερα παιδιά, έραβε και φορέματα για κυρίες για να συνεισφέρει στα έξοδα της οικογένειας. Όταν φτάσαμε, στο ραδιόφωνο ακούγαμε συνέχεια εμβατήρια.

«Κυριάκο, ίντα που έγινε ρε;». Ο αδελφός μου δεν ήξερε. Και αν ήξερε, δεν θα μου έλεγε λόγω του ότι ήμουν «φοβιτσιάρης». Η κ. Σούλα πριν καλά προλάβουμε ναν φτάσουμε μάς έστειλε πίσω στο σπίτι. Στον δρόμο την ένιωθα τη σκοτεινή βουβαμάρα. Ακούγαμε τα εμβατήρια παντού. Καλά, για να παίζουν τα εμβατήρια για καλό δεν είναι.

Μέχρι να φτάσουμε σπίτι, τα μαντάτα τα μάθαμε: «ο Μακάριος είναι νεκρός». Ο στρατός αποφάσισε να καθαρίσει τον Μακάριο για το καλό της πατρίδας. Νομίζω από ότι καταλάμβαινα βοηθήσαν και οι «Καλαμαράδες» για να φύγει από τη μέση ο Μακάριος. Ένα-δύο χρόνια πριν είχε πεθάνει και ο Γρίβας. Τώρα τι θα γίνει; Τώρα ο Σαμψών θα είναι ο πρόεδρος; Τώρα φοβόμουν ακόμα πιο πολύ.

Μέχρι να πάει τρεις το απόγευμα, μάθαμε ότι ο Μακάριος δεν είχε πεθάνει τελικά. Εκεί, στη βεράντα της οδού Εσπερίδων στην πόλη της Αμμοχώστου, των χρυσοπράσινων φύλλων, ένα περιπολικό της αστυνομίας με δύο αστυνομικούς σημαδεύαν εμένα, τον αδελφό μου και τη μάμμα μου με όπλα. Τα μεγάφωνα του περιπολικού φώναζαν: «Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ, ο Μακάριος είναι ζωντανός».

Μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι δεν σημάδευαν εμάς. Ήθελαν να προστατευτούν οι ίδιοι από τυχόν αντιπάλους στα μπαλκόνια που αυτοί αντίκριζαν.

Τώρα τι θα γίνει; Θα έρθουν οι Τούρκοι; Ο Μακάριος κατάφερε να φύγει και να πάει στην Αγγλία. Πήγα μέσα στο σπίτι να κάνω εμετό.
Την άλλη μέρα ήρθε ο παπάς μου έκτακτα από τη Λεμεσό. Ήταν στα σταφύλια. Ως δημόσιος υπάλληλος και επιθεωρητής γεωργικών προϊόντων στο Υπουργείο Εμπορίου δουλειά του ήταν να επιβλέπει τη ποιότητα των γεωργικών προϊόντων που πήγαιναν για εξαγωγή. Τον χειμώνα και την άνοιξη στην Αμμόχωστο επέβλεπε πατάτες και πορτοκάλια που πήγαιναν για εξαγωγή, στην Αγγλία κυρίως. Το καλοκαίρι στη σουλτανίνα, κυρίως στη Λεμεσό. Τον Ιούλιο χάναμε πολλά μπάνια λόγω της απουσίας του. Τον Ιούνιο κάναμε μπάνιο κάθε μέρα και τις Κυριακές δύο μπάνια, παρακαλώ.

Όταν με ρωτάνε για την Αμμόχωστο θυμάμαι πάντα το ποίημα του Σεφέρη «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»:

Γυρεύω τòν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

Η Αμμόχωστος ήταν το κέντρο της γης. Η πόλη της χρυσής ακτής, των χρυσών εσπερίδων, της αρχαίας Σαλαμίνας, του Αποστόλου Βαρνάβα, του Ευαγόρα, της ξέβαθης θάλασσας που έτρεχα επάνω, του πρώτου σκιρτήματος, της Ιωάννας.

Η Αμμόχωστος ήταν το κέντρο της γης. Η πόλη της χρυσής ακτής, των χρυσών εσπερίδων, της αρχαίας Σαλαμίνας, του Αποστόλου Βαρνάβα, του Ευαγόρα, της ξέβαθης θάλασσας που έτρεχα επάνω, του πρώτου σκιρτήματος, της Ιωάννας.

Όμορφος κόσμος, ονειρικός, που χάθηκε. Από τη Δευτέρα μέχρι το Σάββατο μια μαύρη τρύπα μάς καταβρόχθισε όλα τα όνειρα.

Η οικογένειά μου ανήκε στην δεξιά. Και οι δύο παππούδες ήταν στην ΕΟΚΑ, ο παπάς μου επίσης. Από μικρός άκουγα ιστορίες θάρρους και δόξας, για τον αγώνα που έγινε για την ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Στο σπίτι είχαμε φωτογραφίες και του Μακαρίου και του Γρίβα. Εκείνη την ημέρα τη φωτογραφία του Μακαρίου την πετάξαμε. Τώρα τους Μακαριακούς θα τους κυνηγάνε…

Ο Μακάριος πέθανε το ’77, ο Γρίβας το ’74. Μου πήρε χρόνια να τους θάψω. ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ. Ναι, αλλά πρέπει να συγχωρήσω.

Την Τετάρτη τα πράγματα ηρέμησαν. Ο πάπας μου πήγε πίσω στη Λεμεσό. Κάτι ακούγαμε για τον Μακάριο που πρόδιδε την Κύπρο στην Αγγλία. Είδαμε τον θείο μου τον Λ. σε μια φωτογραφία δίπλα στον Σαμψών. Ο θείος ήταν στην ΕΟΚΑ Β΄. Επέλλανεν ο Λ. Η κυβέρνηση εβασάνιζε τους πατριώτες της ΕΟΚΑ Β΄ για χρόνια τώρα. Και πίσω από τον Μακάριο κρυβόντουσαν οι κομμουνιστές. Τώρα όλους τους Μακαριακούς και του κομμουνιστές θα τους «τρώγανε».

Την Παρασκευή πήγαμε στον μπακάλη δίπλα στην εκκλησία του Σταυρού. Η κ. Κάιτη η μπακάλισσα ήταν εκτός εαυτού. Το άκουσε στο BBC. Ο Μακάριος ζητούσε από τις ξένες δυνάμεις να επέμβουν. Οι Τούρκοι ήταν στα ανοικτά της Κερύνειας.

«Κυριάκο, είναι αλήθεια;» «Όχι Χριστάκη, μη φοβάσαι». Ο Κυριάκος ήξερε. Ήταν 14 χρονών και διάβαζε και εφημερίδες! Από την Τετάρτη Δημοτικού, παρακαλώ. Δεν τον πολυπίστεψα.

Το Σάββατο το πρωί με ξύπνησε η μάμα στις 11.00 το πρωί. «Χριστάκη, ξύπνα αγάπη μου. Έχουμε “φασαρίες” στη Λευκωσία με τους Τουρκοκυπρίους». «Μάμα, μου λες ψέματα. Ήρθαν οι Τούρκοι». Ήθελα να κάνω εμετό.

«Φασαρίες» είχαμε και πιο παλιά. Το 1963-64 και το 1967 ο παπάς μου ήταν στον Κυπριακό στρατό (τότε στις φασαρίες με τους Τουρκοκυπρίους), το 1967 δε ήταν και λοχαγός. Τις ιστορίες για τις «φασαρίες» μάς τις έλεγε ο παπάς. Νομίζω δεν μας τα έλεγε όλα.

Το Σάββατο το βράδυ μείναμε σε ένα υπόστεγο του σπιτιού που ήταν πίσω από το δικό μας. Ημιυπόγειο αλλά ανοικτό γύρω-γύρω. Κόσμος πολύς, 30-40 άτομα. Λίγη ανεμέλια με τον Αντώνη τον συμμαθητή μου. Αλλά και ένα κερί που σιγοέσβηνε καθώς πέρναγε η ώρα και εμείς περιμέναμε τους βαρβάρους. Γύρω στις 6 το πρωί ήρθανε τελικά με τη μορφή των αεροπλάνων. Δεν θα ξεχάσω ποτέ. Τα αεροπλάνα να κατεβαίνουν και συνέχεια να δυναμώνει ο ήχος των μηχανών καθώς πλησίαζαν όλο και πιο πολύ στο έδαφος. Μετά ο απότομος κανονιοβολισμός, η σιωπή και ο βαρύς ήχος των βομβών. Μια βουβαμάρα για λίγες αμήχανες στιγμές που έμοιαζαν με αιώνες και μετά ξανά. Να δυναμώνει ο ήχος των μηχανών, ο απότομος κανονιοβολισμός, η σιωπή και το βαρύ της βόμβας.

Χρόνια μετά, στα 18 μου, με έβαλαν -ναι με έβαλαν- να διαβάσω ένα κομμάτι από το Άξιον Εστί του Ελύτη, την Πορεία προς το μέτωπο. Γιορτάζαμε την 28η Οκτωβρίου. Θα διάβαζα το απόσπασμα και μετά θα τραγούδαγα με την Εύα τον «Δρόμο» του Μάνου Λοΐζου. Θα πρέπει το απόσπασμα να το είχα κάνει πρόβα 20-30 φορές, αλλά μάλλον παπαγάλιζα. Γιατί μετά τις άπειρες προσπάθειες να δώσω δραματικό τόνο στο κείμενο έπεσα πάνω σε αυτές τις λέξεις: το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. (…) Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων.

Μάμα μου, πατέρα μου, σας αγαπώ. Ελάτε να πάμε πίσω στις 14 του Ιούλη του ’74.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών