Μπορεί ο Κινεζικός πολιτισμός να χάνεται στα βάθη των αιώνων, στο ζήτημα όμως της, κατά κανόνα συναρπαστικής, γαστρονομίας, η αχανής αυτή χώρα κρατάει τα σκήπτρα στο άθλημα της γαστρονομικής φρίκης. Οι Κινέζοι λέγεται ότι τρώνε οτιδήποτε δεν κοιτά προς τα επάνω και δεν σταματούν σε τίποτα. Το πιθανότερο είναι ότι ο κορωνοϊός που έχει αποδεκατίσει την υφήλιο προσέβαλε τον άνθρωπο μετά από βρώση άγριου ζώου (νυχτερίδας, παγκολίνου ή κάποιου άλλου, αφού μέχρι στιγμής δεν έχει εντοπισθεί η πηγή). Ακόμη και στο πολύ υψηλότερου επιπέδου Χονγκ Κονγκ, μια επίσκεψη στην ψαραγορά δημιουργεί την εντύπωση στον μέσο γκουέιλο (ξένο) ότι έχει πάει σε λαϊκή των Κλίνγκον του «Σταρ Τρεκ». Για παράδειγμα, μία από τις μεγαλύτερες και ακριβότερες λιχουδιές προς πώληση είναι τα ολοθούρια, κοινώς γνωστά στην ημεδαπή ως «ψωλιάγκοι», «αγγούρια της θάλασσας» ή «κουράδες».

Πρωτοπήγα στο Χονγκ Κονγκ τη δεκαετία του ’80, όταν ακόμη τα αεροπλάνα έπιαναν στο αεροδρόμιο Κάι Τακ, που είχε έναν στενό διάδρομο προσγείωσης κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα και απέναντι, σε απόσταση αναπνοής, το βουνό, μια εμπειρία για επιβάτες με γερά νεύρα. Μια φορά έκανα το λάθος να πω σε μια φίλη Κινέζα να με πάει σε ένα εστιατόριο από αυτά τα οποία δεν επισκέπτονται οι expatriates και οι τουρίστες. Εκεί έφαγα για πρώτη –και ελπίζω τελευταία– φορά στη ζωή μου «αυγό εκατό ετών». Επρόκειτο για ένα αυγό κότας το ασπράδι του οποίου ήταν μαύρο και ζελατινώδες, ενώ ο κρόκος του είχε μετατραπεί σε κολλώδες πράσινο παχύρρευστο υγρό, σε χρώμα verdigris (σκουριάς του χαλκού), υφή ρινικού εκκρίματος και γεύση χαλασμένης γαρίδας.

Το γεγονός ότι στα amuse-bouches που είχαν προηγηθεί είχαμε δοκιμάσει πόδια κότας, πλήρη, με τα ατημέλητα νυχάκια τους και το ερπετοειδές δέρμα, δεν βοήθησε ιδιαίτερα. Ακολούθησε μiα επίσης ζελατινώδης σούπα με ορισμένα απροσδιόριστα λαχανικά και θαλασσινά, η οποία φιλοξενείτο μέσα σε μισό πεπόνι, οι σάρκες του οποίου ξεκολλούσαν από τη ζέστη και κολυμπούσαν ανάμεσα στα λοιπά στερεά υπολείμματα. Όσο υπέροχο είναι, π.χ., ένα αληθινό ζακυνθινό ή αργίτικο πεπόνι στις μέρες του, τόσο δυσάρεστο και άνοστο είναι όταν χρησιμοποιείται σαν σκεύος για σούπα. Πάλι στο Χονγκ Κονγκ υπήρξα μάρτυρας μιας σκηνής που τραυμάτισε ανεπανόρθωτα τον ευαίσθητο ψυχισμό μου. Έτρωγα στο Fook Lam Moon, ένα καταπληκτικό εστιατόριο από τα κλασικά της περιοχής, όπου συχνάζουν οι ντόπιοι κροίσοι. Ένας εξ αυτών, στο διπλανό τραπέζι, είχε παραγγείλει ένα Petrus, το οποίο κατανάλωνε μαζί με Coca-Cola. Κρατήθηκα από το να του πάω αυτό που πίναμε εμείς και να πάρω το μοναδικό αυτό Μπορντό, λέγοντάς του ότι, έτσι όπως το πίνει, δεν θα καταλάβει τη διαφορά. Παρά το ότι οι Κινέζοι είναι εδώ και χρόνια η κινητήρια δύναμη της διεθνούς αγοράς βαρύτιμων οίνων, λίγοι εξ αυτών έχουν την ικανότητα να κρίνουν οργανοληπτικά το προϊόν. Το ζητούμενο είναι να είναι αναγνωρίσιμη η ετικέτα και ορατή από τα διπλανά τραπέζια.

Σε κάθε περίπτωση, το «Ευωδιαστό Λιμάνι» (αυτή είναι η σημασία των ιδεογραμμάτων του Χονγκ Κονγκ) είναι μία από τις σπουδαιότερες γαστρονομικά πόλεις διεθνώς. Από τα ταπεινά, πλην μοναδικά ταβερνεία λακαριστής πάπιας έως τα αστεράτα εστιατόριά του, μπορεί να ικανοποιήσει ακόμη και τους απαιτητικότερους ουρανίσκους. Παγίδες βέβαια πάντα υπάρχουν, αλλά ζωή χωρίς ρίσκο στερείται νοήματος.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών