Συμβαίνει συχνά να χάνονται από την πιάτσα τα καλά στέκια. Εκείνα όπου πήγαινες συστημένος. Που έκανες ταξίδι για να απολαύσεις ένα καλοτηγανισμένο μπακαλιαράκι, μια φρεσκοψημένη πίτα με χειροποίητο φύλλο, έναν μυρωδάτο μουσακά, ένα ομορφοψημένο κρεατικό, φρέσκο ψαράκι… Ιστορικά μαγαζιά με καλό όνομα κλείνουν ή μεταβιβάζονται. Οι αιτίες συνήθεις, αναμενόμενες ή απροσδόκητες: συνταξιοδότηση, επιβαρυμένη υγεία, κακή οικονομία, παιδιά με διαφορετικά όνειρα, καλύτερες προοπτικές σε άλλες δραστηριότητες. Είναι και φορές που δεν κλείνουν. Επαφίενται στην όποια επιτυχία, κουράζονται, βγάζουν αμφίβολη ποιότητα, αντιδρούν στην κρίση με όρους φθήνιας και ευκολίας… αλλάζουν! Η εικόνα τους πιθανόν να εξακολουθεί να είναι ελκυστική. Τα πιάτα τους πλούσια στην όψη, η πελατεία παρούσα. Μια άλλη πελατεία. Καταναλωτές που αρέσκονται να κρίνουν από τον κατά κεφαλήν λογαριασμό, σε συνδυασμό με τις σόδες που χρειάστηκαν στο τέλος της βραδιάς. Μια πελατεία που δεν ψάχνει και δεν ψάχνεται.
Έφερα κόσμο, και δη συναδέλφους, σε τέτοιο μαγαζί. Κακό δεν ήταν. Ούτε και καλό. Πλούσιος κατάλογος, θάλασσα στο βάθος, ψαραγορά στα λίγα μέτρα. Άρα ψάρι. Ναι; Ε, ναι! Τι άλλο; Αμ, δε!
Οι συνάδελφοι είχαν ήδη αφοσιωθεί στα δίκτυα, γνωστοποιώντας στο e-περπέραν την παρουσία τους εδώ! Και να οι ταμπέλες, και να οι κατάλογοι, και θέα θάλασσα, και να τα πιάτα, φωτογραφημένα, λιμπιστικά. Χίλια «like» στο λεπτό. Και λίγα λέω. Φάγαμε, ήπιαμε, είπαμε τα δικά μας. Ωραίο πράγμα να μοιράζεσαι το τραπέζι με φίλους, ιδιαίτερα όταν δεν έχεις συχνά την ευκαιρία. Στο τελευταίο τσούγκρισμα του ποτηριού και στο επανιδείν, έμελλε να έρθει η παρατήρηση από συνάδελφο: «Ρε σεις, δεν ήταν και τίποτα ιδιαίτερο το φαγητό». Τόμπολα! Το λες και αυτοκριτική. Άντε τώρα να μαζεύεις πίσω τόσα… «like». Θυμήθηκα ιστορίες, παθήματα που φέρνουν τα ταξίδια. Ωραίο πράγμα να θυμάσαι φίλους και γνωστούς και να τους το δείχνεις με καλούδια που φέρνεις από τόπους που επισκέπτεσαι. Πλην όμως, δεν είναι καθόλου ωραίο να στηρίζεσαι στη φήμη των προϊόντων και πάνω σου να ξεσαβουριάζονται χαλβάδες πετρωμένοι, ανωρίμαστα αλλαντικά, λουκούμια χωρίς αρώματα, τυριά χωρίς ταυτότητα, λάδια χωρίς ισορροπία… Ας το προσέξουμε οι καταναλωτές.
Ας το προσέξουν οι παραγωγοί. Κυρίως ας το προσέξουν οι αγαπημένοι μου συνάδελφοι. «Ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός», λέγαμε παλιά. Τι άλλαξε; Δεν έχουμε πια χρυσό; Ή μήπως κανείς δεν σκάβει; Και τι; Αλλάξανε τα στάνταρντ; Και η κρίση μας; Πού πήγε η ρημάδα η κρίση μας;
Προτείνω, μηδέ εμού εξαιρουμένου, να το λέμε: Ξέρεις… το τάδε προϊόν, το δείνα εστιατόριο δεν είναι πια και τίποτα ιδιαίτερο.