ΕΞΟΔΟΣ

Τα μαγαζιά που μας λείπουν: 15 άνθρωποι της πόλης θυμούνται

Ζητήσαμε από φίλους του Γαστρονόμου να γράψουν για τα εστιατόρια, τα καφέ και τα μπαρ της Αθήνας που εύχονται να μην είχαν κλείσει ποτέ.

06.12.2021| Updated: 07.12.2021
Τα μαγαζιά που μας λείπουν: 15 άνθρωποι της πόλης θυμούνται

Τα εμβληματικά μαγαζιά που συνδέθηκαν με τη σύγχρονη αθηναϊκή ιστορία. Τα καφέ που πρόσφεραν πολλά παραπάνω απ’ τα ζεστά ροφήματα. Τα εστιατόρια και τα μαγειρεία που προσέφεραν κάτι μοναδικό, εκτός μενού. Εκείνα τα ζαχαροπλαστεία, τα ουζερί, τα μπαρ και τα κλαμπ που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Ζητήσαμε από ανθρώπους της πόλης να γράψουν για τα μέρη που τους λείπουν, γι’ αυτά που νοσταλγούν.

 

Δημήτρης Ρηγόπουλος

Παραμονές Πρωτοχρονιάς στο Κεντρικόν

Στο Κεντρικόν πηγαίναμε κάθε Παραμονή Πρωτοχρονιάς το μεσημέρι με δυο παλιούς καλούς μου φίλους, τον Γιώργο και τον Νίκο. Ήταν μια μικρή παράδοση που προσπαθούσαμε να τηρούμε κάθε χρονιά. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια ασυνείδητη τελετουργία ενηλικίωσης: το παλιομοδίτικο Κεντρικόν (όχι η σημερινή του, απρόσωπη μεταμόρφωση) μας πρόσφερε έναν επιπλέον δεσμό με τους παλιότερους, με το παρελθόν της πόλης και εν τέλει με τους δικούς μας. Όλα μύριζαν μια Αθήνα που ίσα ίσα είχαμε προλάβει αλλά ακόμα μας συγκινούσε. Δεν νοσταλγούσαμε (γιατί δεν την είχαμε ζήσει), αλλά διεκδικούσαμε για τους εαυτούς μας μια ψευδαίσθηση συνέχειας. Στο Κεντρικόν δεν πηγαίναμε για το φαγητό (που ήταν μια χαρά φαγητό) αλλά για να τιμήσουμε έναν αθέατο τύμβο που χωρίς (τότε) να το ξέρουμε μας περιείχε.

Ο Δημήτρης Ρηγόπουλος είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού «Κ» της «Καθημερινής»

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος

Ελένη Ψυχούλη

Το ακατάτακτο Saloon Gastro

Μέσα σε μια παρένθεση των Ιλισίων, αγκαλιά με τις πρώτες πρασινάδες του Άλσους Συγγρού, γεννήθηκε το Saloon, πολύ παλιά, τότε που ο ελληνικός κινηματογράφος έγραφε σελίδες δόξας και υπέρλαμπρων άστρων, τότε που το κοντινό Χίλτον εφοδίαζε με κοσμικότητα και άφθονη κοσμοπόλιταν πελατεία όλη τη γειτονιά. Το Saloon δεν είχες να το κατατάξεις κάπου. Από μόνο του ήταν μια κατηγορία. Ή μάλλον, ο Δωδωνίτης Γιάννης Μαντόπουλος, με έμβλημα το φιλέτο και το ξύλινο σκηνικό ενός σπαγγέτι γουέστερν, κατόρθωσε να στήσει το αντίπαλον δέος του Μαγικού Αυλού. Καθισμένος 35 χρόνια στο ίδιο πόστο, στο μπαρ ανάμεσα στο παλιό ταμείο και το αμπαζούρ α λα Άγκαθα Κρίστι, κάθε νύχτα ξετύλιγε με τις αφηγήσεις του μια παλιά Αθήνα. «Να εδώ, στο πίσω τραπέζι» είχε καθίσει ο Μινωτής, ο Χατζιδάκις, η Μελίνα και ο Ντασέν, ο Γκάτσος, ο Τσαρούχης, ο Δαλιανίδης, ο Καζάκος, η Αλίκη και η Καρέζη, ο Σαμαράκης, ο Σακελλάριος, ο Φασιανός και ω! πόσοι ακόμα. Το ’20, ο Γιάννης υποκλίθηκε την τελευταία του υπόκλιση, το πιάνο σίγησε, τα σκαλιστά κηροπήγια έσβησαν, μάτωσαν τα κόκκινα τραπεζομάντηλα, τα γέλια αποτυπώθηκαν με τη γραφή του Μάνου «Κέλομαί σε Γογγύλα» στο βιβλίο επισκεπτών. Και μεις ορφανέψαμε από σνίτσελ α λα Χόφμαν, μανιτάρια πανέ με σος ροκφόρ, σκαλοπίνια α λα κρεμ, κεφτεδάκια του Τέξας και όνιον ρινγκς. Περνάω, ο χώρος έγινε γραφεία αλλά ακόμη εδώ έξω μοσχοβολά μαϊντανόσκορδο από γαλλικά εσκαργκό.

Η Ελένη Ψυχούλη είναι δημοσιογράφος

 

Μαρία Βασιλοπούλου

Ideal: Η φευγαλέα πολυτέλεια του κέντρου

Φωτογραφία: Σοφία Παπαστράτη

Μικρή, τόσο μικρή ώστε να εντυπωσιάζομαι από την κρυστάλλινη εξώπορτα, τον αριστοκρατικό πολυέλαιο, τις κλασικές απλίκες, τους στραφταλιστούς καθρέπτες και τα χρωματιστά βιτρό, είχα ιδιαίτερη αδυναμία στο Ideal. Σε αυτό συνέβαλε βέβαια και ότι συνοδευόμουν από τον πατέρα μου. Όταν τύχαινε να με πάρει μαζί του στη δουλειά και έκλεινε το μαγαζί του το μεσημέρι, πηγαίναμε πάντα εκεί. Έτρωγα σχεδόν πάντα κοτόπουλο με μια ωραία λεμονάτη σάλτσα και έκλεβα λίγες κουταλιές από την ψαρόσουπα που έπαιρνε όταν υπήρχε στο μενού. Εκεί ένιωθα μεγάλη γιατί μου φέρονταν σαν … μεγάλη, εκεί πρωτοέμαθα να χρησιμοποιώ τα μαχαιροπίρουνα, γνώρισα τα σνίτσελ και έμαθα τη διαφορά του χόφμαν από το βιεννουά. Μεγαλώνοντας συνέχισα να αγαπώ το Ideal.

Φωτογραφία: Σοφία Παπαστράτη

Φωτογραφία: Σοφία Παπαστράτη

Όταν περνούσα την πόρτα του άρχιζε η στιγμή που ένιωθα ότι κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου. Βρισκόμουν στο κέντρο της αγαπημένης μου πόλης, σε έναν από τους πιο ωραίους και κεντρικούς της δρόμους , την Πανεπιστημίου και ένιωθα την περιποίηση και τη φροντίδα του προσωπικού. Επιπλέον στη κομψή σάλα του, δεν υπήρχαν ταξικές ή ηλικιακές διαφορές. Επαγγελματίες στο διάλειμμα τους, γιαγιάδες με τα εγγόνια τους, στελέχη σε επαγγελματικά γεύματα, φιλενάδες μετά τα ψώνια τους, διάσημοι και μη, όλοι μαζί. Και όλοι έμοιαζαν να βγάζουν τον καλύτερό τους εαυτό σε αυτή τη σάλα. Πλέον δεν θυμάμαι ποια γεύση του μου λείπει περισσότερο, σίγουρα όμως μου λείπει η αίσθηση της φευγαλέας πολυτέλειας, της αστικής κομψότητας στο κέντρο μιας ιστορικής, ευρωπαϊκής πρωτεύουσας όπως η Αθήνα. Όταν άνοιξε το 1967 δεν είχα γεννηθεί και όταν το γνώρισα νόμιζα ότι θα είναι εκεί στην Πανεπιστημίου 46 για πάντα, για να πάω με τη σειρά μου τα δικά μου παιδιά.

Η Μαρία Βασιλοπούλου είναι υπεύθυνη ύλης του περιοδικού Γαστρονόμος

 

Γιάννης Νένες

Aleko’s Island: Σαν νησί κυκλαδίτικο στην Τσακάλωφ

Ο πρώτος «Αλέκος» – Αλέκος Αμφιλόχιος – που γνώρισα ήταν το «Μύκονος» στην οδό Θόλου, στην Πλάκα, σε εκείνη την ωραία, πολύχρωμη περαντζάδα των μπαρ. Αργότερα τον θυμάμαι πίσω από τη μπάρα στο μικρό, κομψό «Nora’s», κρυμμένο κάτω από τα σκαλάκια της Φωκυλίδου στη συμβολή με την Ηρακλείτου, βαθύ Κολωνάκι. Η επόμενη και πιο αγαπημένη στάση ήταν στο ημι-υπόγειο της Τσακάλωφ, πίσω από τον Άγιο Διονύσιο. Ένα ζεστό, φιλικό, λευκό καταφύγιο, σαν νησί κυκλαδίτικο, το «Aleko’s Island», για να στεγάζει ωραίο elbow rubbing, μουσικές με μια τζαζ, σινεφίλ διάθεση, καλλιτεχνικές δημιουργίες δικές του και άλλων που προέκυπταν ξαφνικά σαν pop-up γκαλερί, ωραία στρέιτ (επίτηδες το λέω) ποτά, την κομψή, ευγενική παρουσία του Ζαν-Πιερ στην μπάρα και φυσικά την καταιγιστική προσωπικότητα του Αλέκου που μπορούσε, με τις ατάκες του (δυνατά, να ακούει όλο το μαγαζί) να σου παγώνει το αίμα, ειδικά αν κατέβαινες εκεί για πρώτη φορά, ή να σου βγάζει το καλύτερο χιούμορ που μπορούσες να χρησιμοποιήσεις σαν απάντηση την ώρα που σε κέρναγε το δεύτερο ποτό. Νομίζω μετά τον Αλέκο, τελείωσε και η δική μου, «ερωτική» σχέση με τα μπαρ.

Ο Γιάννης Νένες είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός στο Athens Voice Radio 102,5 (κάθε πρωί 10:00-12:00)

 

M.Hulot

Δωρίς: Η θαλπωρή των παλιών μαγειρείων

Τα πρώτα χρόνια της Lifo, όταν τα γραφεία ήταν στην Πραξιτέλους, η Δωρίς ήταν το μαγειρείο που μας τάιζε καθημερινά. Ήταν ένα μαγαζί φτηνό, με τίμια, ελληνική κουζίνα, -σπιτικό φαγητό που πλέον σπανίζει στο κέντρο της Αθήνας. Η Δωρίς ήταν βασικά οι άνθρωποί της, ο κύριος Θάνος και η κυρία Ελένη, πρώτα αυτοί και μετά το φαγητό, γιατί στο μαγαζί τους έβρισκες μια θαλπωρή που είχαν μόνο τα παλιά μαγειρεία. Σε έκαναν δικό τους άνθρωπο από την πρώτη φορά και ήξεραν με το μικρό όνομα τους πελάτες τους –που ήταν όλες οι φυλές του κέντρου.

Η Δωρίς λειτούργησε στο υπέροχο νεοκλασικό της Πραξιτέλους για 113 χρόνια και η ταμπέλα με το μπλε-κόκκινο που έγραφε «Δωρίς λουκουμάδες, από το 1900», ήταν εκεί όσα χρόνια θυμάμαι το κέντρο. Στην αρχή ως γαλακτοζαχαροπλαστείο με λουκουμάδες, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ως μαγειρείο, που είχε ανά εποχή όλα σχεδόν τα φαγητά που μαγείρευαν, τότε, στα ελληνικά σπίτια: γεμιστά, όσπρια, λαδερά, ιμάμ μπαϊλντί και παπουτσάκια, σπανακόρυζο και λαχανόρυζο, πιπεριές γεμιστές με τυρί και μακαρόνια με κιμά, όλα παραταγμένα στην τεράστια βιτρίνα, μέσα σε κατσαρόλες και ταψιά. Και για επιδόρπιο λουκουμάδες με μπόλικο μέλι και κανέλα, στα μαρμάρινα τραπέζια, που ήταν πάντα στολισμένα με λουλούδια. Λείπουν τέτοια μαγαζιά απ’ την Αθήνα.

O M.Hulot είναι διευθυντής της έντυπης Lifo

 

Νίκος Βατόπουλος

Για καφέ στο Ζόναρς, για σοκολατίνα στον Κανδηλώρο

Θα ήθελα να είχα προλάβει να πιω ένα καφέ στου «Ζαχαράτου», στην πλατεία Συντάγματος, σε ένα τραπεζάκι στην αθηναϊκή λιακάδα με μια εφημερίδα πιασμένη σε ξύλο… Υπάρχει το παράδοξο, στη χώρα όπου λατρεύουν τον καφέ, να μην έχει επιζήσει κανένα από τα ιστορικά καφενεία της πρωτεύουσας. Είναι μια καταγεγραμμένη έλλειψη και εγγενής αδυναμία της Αθήνας να κρατήσει την παράδοση ως υπεραξία και τις στρώσεις των γενεών ως πηγή δύναμης.

Θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, τα τραπεζάκια του «Φλόκα» και του «Ζόναρς» στη σειρά επί της Πανεπιστημίου. Αν δεν έβρισκες τραπέζι στο ένα, καθόσουν στο άλλο. Όπως και τον μοναδικής αισθητικής «Ορφανίδη» με τη σειρά των μπουκαλιών στις ξυλόγλυπτες προθήκες με τους καθρέφτες, λίγο πιο κάτω, γωνία με τη Βουκουρεστίου. Η μυρωδιά του «Μπραζίλιαν» μέσα στη στοά Καλλιγά, γαργαλάει τις αισθήσεις όπως και η μνήμη από το πατάρι του Λουμίδη όταν κατεδαφιζόταν στη Σταδίου. Σαν τα ιστορικά βιβλιοπωλεία, έτσι και τα ιστορικά καφενεία και εστιατόρια αιμοδοτούν τη μνήμη. Εκείνα τα λευκά τραπεζομάντηλα στο «Κεντρικόν» (που μου θύμιζαν τα αντίστοιχα στο «Ολυμπος Νάουσα» στη Θεσσαλονίκη) μπλέκονται στη μνήμη με τις οικογενειακές ιστορίες από την «Αστόρια» στα Χαυτεία (που σε ανύποπτο χρόνο είχε καφετιέρες για αμερικάνικο καφέ) ή από το «Πέτρογραδ» με τον Νίκυ Γιάκοβλεφ στο πιάνο. Ερχεται η γεύση από τη σοκολατίνα στον «Κανδηλώρο» της πλατείας Αμερικής, από τα τυροπιτάκια στο «Τέλειον» της Πατησίων, από τα πάσης φύσεως γλυκά στο «Ελληνικό» ή στον «Μπόκολα» της πλατείας Κολωνακίου. Μια πόλη ορίζεται από τη δύναμη της μνήμης. Και η γεύση είναι στην πρώτη σειρά.

Ο Νίκος Βατόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

 

Νίκη Μηταρέα

Για κρεμμυδόσουπα στο παλιό GB Corner

Ακόμη τη θυμάμαι. Η κρεμμυδόσουπα του πάλαι ποτέ θρυλικού GB Corner, εστιατορίου του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία», κατέχει μοναδική θέση στη γευστική μου μνήμη. Η κρεμμυδόσουπα ήταν ένα από τα εμβληματικά πιάτα του αλλά δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που με κάνει να αναπολώ εκείνη την διαχρονικά αυθεντική γωνιά της πλατείας Συντάγματος. Η ατμόσφαιρα της εποχής σε αγκάλιαζε στην κομψή σάλα με τα σεπαρέ, τους πληθωρικούς δερμάτινους καναπέδες και τις πράσινες καρό ταπετσαρίες. Η πολιτική ζωή της χώρας έδινε καθημερινά εκεί το ραντεβού της. Η κουζίνα του ποτέ δεν σε απογοήτευε, πιάτα καλοφτιαγμένα με την καλή πρώτη ύλη να πρωταγωνιστεί. Το σέρβις πάντα άψογο, τοποθετούσε με δεξιοτεχνία στο τραπέζι τη λευκή πορσελάνινη κούπα, καλυμμένη με ψημένο χρυσαφένιο τυρί. Μοσχοβολούσε. Βυθίζοντας το κουτάλι σου ανακάλυπτες την σούπα με τα μελωμένα κρεμμύδια, φτιαγμένη με τόση μαεστρία, που κάθε κουταλιά γαλήνευε το μέσα σου. Ένα στέκι απροσποίητα σημαντικό που έχει πράγματι λείψει από τη πόλη.

Η Νίκη Μηταρέα είναι δημοσιογράφος

 

Άγγελος Παπαδημητρίου

Περισσότερο μας λείπουν τα ονόματά τους… παρά τα ίδια

Ναι, μου λείπουν! Πολλά! Κι οχι για τους καφέδες τους, τα γλυκά τους, τα φαγητά τους… Αυτά λίγο πολύ τα βρίσκεις, αλλά γιά το όνομά τους. Απόδειξη ότι ενώ υπάρχουν ακόμα και θριαμβεύουν, η αλλαγή και μόνο ονόματος τούς αφαιρεί τη μισή χάρη. «Ραντεβού στο Dolce» έλεγες και άκουγες μελωδίες, ενώ το «θα βρεθούμε στο Φίλιον» μοιάζει με φοιτητικό προσκλητήριο. «Σε περιμένω στου Ζόναρς» και περίμενες τουλάχιστον πρόταση γάμου, ενώ στο Athénée άντε να δεις καμιά ταινία. Αντιθέτως λες Ράτκα και ξέρεις ότι όλα είναι ίδια και στη θέση τους. Θέλω να πω ότι από την φαντασία μας λείπουν, όχι από την πραγματικότητά μας. Από το όνομά τους κι όχι από το σώμα τους είναι η έλλειψή τους, δηλαδή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα, που λέγανε οι παλιοί. Ή για ένα όνομα ζούμε. Φαντάσου την αγάπη σου με άλλο όνομα.

Ο Άγγελος Παπαδημητριου είναι ηθοποιός

 

Βασίλης Καλλίδης

Το καλύτερο maki του πλανήτη στο Furin Kazan

Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός

Το Furin Kazan είναι αναντικατάστατο. Εκεί έμαθα το καλό sushi, το καλύτερο που έχω δοκιμάσει, το πιό κοντινό στο sushi που τρώω στην Ιαπωνία. Μάλιστα την πρώτη φορά που ταξίδεψα στην άλλη άκρη του κόσμου, έστειλα μια καρτ ποστάλ με το όρος Fuji στην κυρία Eiko, την ιδιοκτήτρια, λέγοντάς της πόσο νόστιμο είναι το φαγητό στην Ιαπωνία και πόσο χαίρομαι που έχω το Furin Kazan σχεδον κάτω από το σπίτι μου. Αυτή τη καρτα την ειχε κολλημένη με μαγνητάκι στο ταμείο του καταστήματος για πολλά χρόνια. Τι να πρωτοθυμηθώ, το παλιό εστιατόριο με τα ψυχρά άσπρα φώτα νοσοκομείου και τις άβολες nikel καρέκλες; Πως όταν έκλεισε καλοκαίρι για ανακαίνιση, περνούσα κάθε μέρα με το σκύλο μου και καθόμουν απ’ έξω με τις ώρες να χαζεύω την πρόοδο των έργων; Mάλιστα έκανα και υποδείξεις τύπου «η ταμπέλα πιό δεξιά, τα φώτα να ντιμάρονται»….Και μετα ήρθε το νέο κατάστημα με τον πιο ιαπωνικό, ζεν χαρακτήρα, τις αμυγδαλιές στους τοίχους και την υφασμάτινη ταπετσαρία στο χρώμα της άμμου.

Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός

Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός

Εκτος όμως από τις καρεκλες και τους τοίχους θυμάμαι και το ευγενέστατο προσωπικό, τους μάγειρες που με θεωρούσαν μάλλον τρελό που έτρωγα εκεί τουλάχιστον πέντε φορές την εβδομάδα για πολλά χρόνια, αλλά και την ιδιοκτήτρια, την αυστηρή και βλοσυρή κυρία Eiko. Πάνω από δέκα χρόνια με έβλεπε σχεδον κάθε μέρα, έκανα εκεί όλα μου τα γενέθλια, καλέσματα, επαγγελματικά δείπνα, της πήγα όλη τη showbiz και αυτή ούτε μια φορά δεν απάντησε στο «γεια σας». Διάφανος, σαν να μην υπάρχω. Ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα «ευχαριστώ». Όταν ρωτούσα τους υπαλλήλους το «γιατί», μου λέγανε πάντα «έτσι είναι οι Ιαπωνες». Μια μέρα, ξαφνικά μου είπε καλημέρα, την επόμενη μου χαμογέλασε και καταλήξαμε να κάθεται μαζί μου στο τραπέζι, να πίνουμε sake και να μου λέει για τη ζωή της, αυτή με κορακίστικα ελληνικά και εγω να απαντώ με εφτά ή οχτώ ιαπωνικές λέξεις. Σα να ήξερε πως φτάνει το τέλος και ήθελε να μου τα πει όλα μαζί. Μέχρι και σήμερα δεν κατάλαβα ποτέ τι είχε συμβεί. «Έτσι είναι οι Ιάπωνες!»

Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός

Το φαγητό πάντα φρέσκο και νόστιμο ό,τι και να πω θα είναι λίγο. Είχα δοκιμάσει όλο το μενού από την καλή και από την ανάποδη. Επικό salmon tataki, το καλυτερο maki του πλανήτη με τόνο και το top, το futo maki με γλυκιά κολοκύθα kampyo και ομελέτα tamago. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη γεύση. Το γνωρίζω πως αυτό το εστιατόριο είχε πολλούς φίλους αλλά και παθιασμενους εχθρούς. Πολλοί γνωστοί σεφ μου λέγανε πως το σούσι του ήταν για τα σκουπίδια αλλά εγώ πάντα έλεγα από μέσα μου «ξέρεις να φας μέχρι εκεί που έχεις ταξιδέψει. Εδώ τουλάχιστον δεν σκεπάζουν το ψάρι με φθηνή μαγιονέζα ούτε με σιρόπια». Ακομα δεν τους μιλάω!

O Βασίλης Καλλίδης είναι σεφ

 

Νατάσα Ασίκη

Χαρούμενοι στους Λουκουμάδες Αιγαίον

1952. Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ραντεβού στο Αιγαίον. Ο μπαμπάς μου γλυκαίνει τη μαμά μου για να της πει αυτό που δεν της είχε πει ακόμα με λόγια… και ήταν χαρούμενοι.

1968. Κυριακή πρωί όλη η οικογένεια πια, ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, η αδερφή μου και εγώ, τρώμε λαίμαργα αυτά τα υπέροχα μαλακά, στρογγυλά γλυκάκια και είμαστε χαρούμενοι.

1997. Ο Αντώνης, εγώ και τα παιδιά μας, πολύ μικρά ακόμη, τρώμε τα «κουλουράκια» που στάζουν μέλι και είμαστε χαρούμενοι.

2017. Μπαίνω για τελευταία φορά σ’ αυτό το μαγαζί που μου είχε γίνει γλυκιά συνήθεια και αναπνέω τη μυρωδιά από μέλι, ζάχαρη και κανέλα και προσπαθώ να νιώσω χαρούμενη. Δεν μπορώ όμως γιατί αυτή η πηγή των αναμνήσεών μου κλείνει και αυτό που μπορώ να κάνω είναι να θυμάμαι…

Η Νατάσα Ασίκη είναι ηθοποιός

 

Στέλιος Παρλιάρος

Η Bajazzo, το θρυλικό εστιατόριο του Κλάους Φόγιερμπαχ

Πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με γυρίζετε, τότε που η Αθήνα έκανε τα πρώτα βήματα προς μια πιο γκουρμέ κατάσταση. Οι πρώτοι ξένοι σεφ έσκαγαν μύτη στα μεγάλα αθηναϊκά ξενοδοχεία με διάθεση να αλλάξουν τα γαστρονομικά πράγματα της πρωτεύουσας, εγώ είχα ήδη λανσάρει τα άγλυκα γλυκά που είχαν γίνει talk of the town και όλοι τρέχαμε να τσεκάρουμε κάθε καινούργιο και ευφάνταστο εστιατόριο που μαθαίναμε ότι άνοιξε στην Αθήνα.

Αναπολώντας εκείνα τα χρόνια, το μαγαζί που μου έρχεται με νοσταλγία στον νου είναι το «Bajazzo», το θρυλικό εστιατόριο του Κλάους Φόγιερμπαχ στην Πλουτάρχου, που έγινε σημείο αναφοράς στην ελληνική γαστρονομική σκηνή, ήταν άλλωστε νομίζω και το πρώτο με αστέρι Michelin στην Ελλάδα. Τον Κλάους τον πρωτογνώρισα στην Ύδρα και γίναμε φίλοι, μάλιστα συνεργαστήκαμε, του έκανα θυμάμαι κάποιες βάσεις καραμελιζέ για να σερβίρει επάνω τους ένα γλυκό που είχε εμπνευστεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το στιλ των γλυκών του -τη ζεστή μηλόπιτα τύπου apple strudel, τις ψητές μαρέγκες-, μεγάλα γλυκά που τα έφερνε πάνω σε τρέιλερ και τα έκοβε μπροστά μας κάνοντας τα έτσι πιο λαχταριστά. Σαν να τα έχω εικόνα τώρα, όπως και τα φαγητά, που τα έδειχνε πρώτα ωμά σε μεγάλες πιατέλες, για να μας ανοίγει την όρεξη. Μπορεί ο Κλαους να έφυγε νωρίς, αλλά η σοφιστικέ κουζίνα του «Bajazzo» παραμένει για μένα αξέχαστη.

Ο Στέλιος Παρλιάρος είναι ζαχαροπλάστης

 

Νένα Ισμυρνόγλου

Μεσημέρια στου Απότσου

«Στου Απότσου», Άρτεμις Χατζηγιαννάκη. Στο έργο απεικονίζεται ο αείμνηστος Γιώργος Χατζηγιαννάκης. Από την δίγλωσση έκδοση «Ημερολόγιο 2022-Σύνταγμα» που διατίθεται σε κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας και κατόπιν παραγγελίας (Τ/ 210.33.04.759 ).

Ένας Χιώτης ήρθε κάποτε στην Αθήνα και αποφάσισε να φτιάξει ένα μπακάλικο καλύτερο απ’ όλα τα άλλα. Και τα κατάφερε με το παραπάνω. «Β. Απότσος, Εδώδιμα, Αποικιακά» έλεγε η ταμπέλα του πρώτου ντελικατέσεν της εποχής, στις αρχές του 1900. Η φήμη για τις λιχουδιές του έφτασε μέχρι το παλάτι, με τη βασιλική άμαξα να σταθμεύει έξω απ’ τη πόρτα του για προμήθειες. Αρχικά ξεκίνησε να βγάζει μεζέδες για να τρατάρει τους πελάτες όσο περίμεναν να ετοιμαστεί η παραγγελία τους και σταδιακά έγινε το θρυλικό ουζερί στο νούμερο 10 της Πανεπιστημίου, «εντός στοάς». Στη «Μεγάλη Βρετανία του ουζάδικου» σε έπιανε συγκίνηση καθώς αναλογιζόσουν το παρελθόν. Ποιoς δεν είχε περάσει από εκεί; Οι διασημότητες, οι καλλιτέχνες, οι λογοτέχνες, οι διανοούμενοι, οι πρωθυπουργοί και οι βασιλιάδες – όλη η σύγχρονη ελληνική ιστορία. Και στη δεκαετία του ’80 θυμάμαι τα «φρικιά» δίπλα δίπλα με τους πολιτικούς να ταιριάζουν χωρίς πρόβλημα στη ζεστή ατμόσφαιρα. Μια έξοδος κρατούσε τότε μια ολόκληρη ημέρα. Ένα μεσημεριανό ούζο στου Απότσου γινόταν εύκολα ένα τετράωρο με συζητήσεις και τη μυρωδιά των διάσημων κεφτέδων. Και έπειτα σινεμά για να καταλήξουμε σε κάποιο σπιτικό πάρτι το ξημέρωμα.

Η Νένα Ισμυρνόγλου είναι σεφ 

 

Κατερίνα Ανέστη

Μέρες και νύχτες στην κοιλιά της πόλης: Στο Κεντρικόν και στο Guru

Ολοι οι κόσμοι της Αθήνας σε δυο μαγαζιά του κέντρου. Στο Κεντρικόν στη στοά, στην αρχή της Κολοκοτρώνη τα μεσημέρια. Στο Guru στην Πλατεία Θεάτρου τα βράδια -περπατούσαμε κοιτώντας συνέχεια πίσω από την πλάτη ως να φτάσουμε. Κάθε μεσημέρι σχεδόν από το γραφείο πεταγόμουν στην κουζίνα με τα αχνιστά τσουκάλια για να διαλέξω το πακέτο της ημέρας -εμμονικά πουρέ, κοτόπουλο μιλανέζ, συγκλονιστικό κριθαράκι, αρνήτρια της Ατκινς γαρ- ρίχνοντας κλεφτές ματιές στη σάλα. Τραπεζίτες, πολιτικοί, καλλιτέχνες, εκδότες. Άλλες φορές που υπήρχε χρόνος, καθόμουν στη σάλα, ακουμπώντας στον τοίχο με την ξύλινη επένδυση, πάνω σε πιάτα με γεύσεις που ήταν για εμένα σαν μαμαδίστικες πλέον και με τη μόνιμη σκέψη «να, εδώ έτρωγε ο Χατζιδάκις με τον Κουν». Τα βράδια όμως, βαρύ μαύρο κολ στα μάτια, σκουλαρίκια από την Ananda, και η απόλαυση του πρώτου αυθεντικού asian fusion που γεύτηκα, στη μαγική σπηλιά του Guru. Στην απόλυτη Δημοκρατία του Guru, όπου κάθε τι ταξικό έμενε πίσω από την πόρτα της εισόδου και εμείς νιώθαμε σαν η Αθήνα να είναι το Μπρούκλιν, στο ισόγειο, ή στη μαγική ασφάλεια του παταριού. Μέχρι να ανοίξουμε την πόρτα, να σφίξουμε τη ζώνη στο παλτό και την τσάντα στα πλευρά μας και να κατευθυνθούμε γρήγορα στο αυτοκίνητο.

Η Κατερίνα Ανέστη είναι δημοσιογράφος

 

Αναστασία Λαμπρία

Ο Βασίλαινας του Πειραιά. Οδός Αιτωλικού

Προσπαθώ να διαλέξω ποιο μου λείπει περισσότερο ανάμεσα σε αυτά που μου λείπουν – δεν είναι λίγα. Δεν μπορώ λόγου χάριν να ξεχάσω το Corfu στην Κριεζώτου, το πρώτο εστιατόριο στο οποίο αποτόλμησα πρώτη φορά να πάω να γευματίσω μόνη, ολομόναχη, στα δεκαοκτώ. Παμπάλαιη ιστορία, το αστικό εστιατόριο έχει κλείσει πολλές πολλές δεκαετίες πριν. Ας προχωρήσουμε στο χρόνο. Στο κέντρο της καρδιάς μου, στο κέντρο της έλλειψης που την αναλογίζομαι τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, είναι ο Βασίλαινας του Πειραιά. Οδός Αιτωλικού. Πουθενά αλλού το φαγητό δεν ήταν τόσο φυσικό, τόσο χωνεμένο με την κουζίνα, τόσο καλοδεχούμενο την ώρα που ο πατέρας Βασίλαινας, με την ποδιά τη λευκή δεμένη μπροστά, στερεώνοντας τα γυαλιά του, εμφανιζόταν στη σάλα, κρατώντας από ένα πιάτο σε κάθε χέρι. Μνημειώδης και αξέχαστη σειρά και η εναλλαγή των πιάτων, 16!, – και ποιος δεν έχει γράψει για εκείνη – από την εισαγωγή της πιο ανάλαφρης ταραμοσαλάτας αντάμα με το πιάτο με τροφαντές ελιές, στις γαρίδες και στα μπουρεκάκια με το τραγανό φύλλο και τον μοσχοβολιστό κιμά, μέχρι το ελαφρά κοκκινιστό κοτόπουλο που ήταν η κατακλείδα (μα ποιος θα το φάει! Δεν έμενε μπουκίτσα) και τις δίπλες για επιδόρπιο. Βασιλιάς ανάμεσά τους τα ωραιότερα μπαρμπούνια του ντουνιά, απίθανης φρεσκάδας και του πιο αεράτου τηγανίσματος που δεν άφηνε στη σάρκα υποψία λαδιού.

Γύρω μας ράφια με μεγάλες κονσέρβες από ντομάτες και μπουκάλια κρασιού. Ένας μαρμάρινος πάγκος. Στα τραπέζια χαρτί. Από την εποχή του Γεωργίου Βλάχου μέχρι το 2000, κορυφή για όσους αγαπούν το άριστο φαγητό. Την αφοσίωση στα άφθαστα στη φρεσκάδα προϊόντα, στην απουσία επιτήδευσης, στην εντιμότητα. Φευ, δεν είναι πολλοί.

H Αναστασία Λαμπρία είναι επικεφαλής των Εκδόσεων Ποταμός

 

Μελίτα Κάραλη

Οι άνθρωποι του Χ, του Factory, του Soda…

Μετά από πολλαπλά φλας-μπακ κατέληξα, το παρελθόν δεν μου λείπει, μου λείπουν οι άνθρωποι, ειδικά εκείνοι που δεν είναι πια εδώ. Μου λείπει ο Μανώλης με τη ροζ μακριά του γούνα να κάνει πόρτα στην είσοδο του «X», ενός κλαμπ που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Ανδρέας Αγγελιδάκης, και κάηκε σαν πυροτέχνημα στον νυχτερινό αθηναϊκό ουρανό αφήνοντας πίσω του μόνο αστικούς μύθους. Ο Άλκης στην εσωτερική πόρτα του πρώτου «Factory», εκεί που ενωνόταν ο επάνω με τον κάτω «κόσμο». Η κυρία Έλενα να αφήνει τους «διάσημους» να περιμένουν με τις ώρες για να μπουν στις τουαλέτες του «Soda». Η Μαλβίνα να κάνει πόρτα στο «Εργοστάσιο»… Το παρελθόν έχει πάντα αυτή τη γλυκόπικρη γεύση που δεν ταιριάζει στα πάρτι, αλλά σε φωτοάλμπουμ σκονισμένα. Η Αθήνα εξακολουθεί να διασκεδάζει, να κοιμάται χαράματα, να βλέπει όνειρα και να τα πραγματοποιεί. Το ζητούμενο είναι να βρεις τους ανθρώπους που θα σου ανοίξουν τις σωστές πόρτες, εκεί που η ζωή εξακολουθεί να κουνάει την ουρά της.

Η Μελίτα Κάραλη είναι δημοσιογράφος και συνδημιουργός του Doc TV 

 

*Ευχαριστούμε τον Νίκο Βατόπουλο για την βοήθειά του στην εύρεση των παλιών φωτογραφιών.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών