Η διαδρομή από το Ηράκλειο για τον Κρουσώνα, γύρω στα 25 χιλιόμετρα δρόμος, μας οδήγησε στους ανατολικούς πρόποδες του Ψηλορείτη, στο υψίπεδο του Γούρνου. Κεφαλοχώρι από πάντα, πλέον με πληθυσμό γύρω στους 3.500 κατοίκους, είναι μια κωμόπολη με δημοτικό σχολείο, γυμνάσιο και λύκειο, και όλα τα κομφόρ, ανδρειωμένος τόπος, αμφιθεατρικά χτισμένος επάνω σε λόφους που έχουν θέα στους ελαιώνες και στα αμπελοτόπια του κεντρικού Ηρακλείου. Μέσα από το άγριο Κρουσανιώτικο φαράγγι, που καταλήγει λίγο έξω από το χωριό, περνούσε το αρχαίο μονοπάτι το οποίο διέσχιζαν οι Μινωίτες με κατεύθυνση προς τη Ζώμινθο για να φτάσουν στο Ιδαίο Άντρο.
Παρκάραμε στον κεντρικό δρόμο, ψωνίσαμε βοσκοτύρια και μέλια βουνίσια από ένα κρεοπωλείο του Κρουσώνα και ύστερα, ανηφορίζοντας προς τον καφενέ του Καραμπουτζέ, περάσαμε από την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, που το 1821 πυρπολήθηκε από τους αγωνιστές της Επανάστασης κι έγινε γνωστή για το μεγάλο ολοκαύτωμα όπου σκοτώθηκαν 350 Τούρκοι που είχαν βρει καταφύγιο εντός της για να σωθούν. Το καφενείο, αν και ανακαινισμένο πλέον, είναι από τα παλαιότερα που διατηρούνται σε ολόκληρο το νησί. Ιδρύθηκε γύρω στο 1909 και δεν σταμάτησε να σερβίρει καφέδες και ρακές ούτε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν λειτουργούσε ως καφενείο του Γέπεση. Το 1965, τον καφενέ τον αγόρασε ο Γιάννης Βιδοζαχαράκης από τα αδέρφια της γυναίκας του Κατερίνας Γεπεσάκη και από το 1966 λειτουργεί με το παρατσούκλι του «Καραμπουτζές», που σημαίνει μελαχρινός – προκύπτει από τις τουρκικές λέξεις «καρά» και «μπουτζές» και κυριολεκτικά σημαίνει μαύρη σταφίδα. Το 1972, τον καφενέ ανέλαβε ο γαμπρός του, Γιάννης Κοκολογιαννάκης, και το 2008 ήρθε η σειρά του γιου του, Μανώλη Κοκολογιαννάκη, του σημερινού ιδιοκτήτη, μαζί με τη γυναίκα του Σοφία, Κρουσανιώτισσα κι αυτή.
Ο Μανώλης, πρώτος από έξι αδέρφια, δούλευε για χρόνια μάγειρας σε ξενοδοχεία στη Χερσόνησο κι από την πρώτη μέρα που ανέλαβε το μαγαζί, έβαλε κι ένα τσουκάλι στη φωτιά για να βγάζει κι ένα πιάτο φαΐ. «Παρέλαβα στα χέρια μου 70 γέρους πελάτες. Καθένας τους είχε τόμους από ιστορίες να μου διηγηθεί. Τα παλιά τα χρόνια που τον καφενέ τον είχε ο πατέρας μου, το μαγαζί άνοιγε στις 5.30 το πρωί για να πιούνε τον καφέ τους οι ντόπιοι, πριν φύγουν για τις δουλειές τους στα αμπέλια, στα χωράφια και στα ζώα. Είναι δουλευταράδες οι Κρουσανιώτες. Κάνουν δυο και τρεις δουλειές ο καθένας. Κάποιοι περνούσαν για μια ρακή πριν από το μεσημεριανό φαγητό και οι περισσότεροι ξανάρχονταν το απόγευμα για να ξανασμίξουν οι παρέες. Λίγα πράγματα σέρβιραν τότε με τις ρακές. Τα βρισκούμενα δηλαδή. Κάνα αγγουράκι, ντομάτα, τυρί, τα Χριστούγεννα μπορεί να είχαν και τσιλαδιά, απάκια και λουκάνικα. Η εποχή τα κανόνιζε όλα», αφηγείται ο Μανώλης.
Με τον κορωνοϊό το μαγαζί άρχισε να κλείνει το πρωί. «Ίσαμε τότε, τα πρωινά είχαμε και 40 ανθρώπους που έρχονταν για να πιουν τον καφέ τους, μεγάλης ηλικίας γέροντες που ένας ένας άρχισαν να φεύγουν». Καθώς τελειώνουμε τα καφεδάκια μας και πριν μας περάσει στο παρασύνθημα, μας κερνάει και μια μαντινάδα. «”Έλα στο καφενείο μου, κόρη, να σε τρατάρω, κι αν έχεις χείλη ζάχαρη, μπορεί να σου τα πάρω”. Είναι του μαντολινιέρη Γιώργη Χριστονάκη αυτή η μαντινάδα», μας εξηγεί. Ρακές, παξιμάδια, γραβιέρα, ελιές, αγγουροντομάτες, ντολμαδάκια, μπαμιελίδικο για ορεκτικό, πριν μπούμε στο ψητό. Και λίγο πιο μετά, παρέα με τις επόμενες ρακές καταφτάνει σε μικρά πιατάκια το βαρύ πυροβολικό: χοιρινό στιφάδο, γαρδουμάκια, σπληνογάρδουμο, βραστό (πρόβατο) και πιλάφι. Καλός και άξιος μάγειρας ο Μανώλης, τα φαγιά του ήταν όλα περιποιημένα και νοστιμότατα. «Είναι κρεατοφαγικό το χωριό εδώ κι έχουμε πολλά ζώα στην περιοχή», μας διευκρινίζει.