Βεγγαλικά πρέπει να έσκαγαν στα μάτια μου όσο μελετούσα τον κατάλογο. Μα καλά, ψαροταβέρνα χωρίς ένα κάποιο κριθαρότο; Χωρίς γ α ρ ι δ ο μ α κ α ρ ο ν ά δ α; Χωρίς ένα σεβίτσε βρε αδελφέ; Μα αυτό είναι άνω ποταμών! Τς τς τς, τίποτα από τα τρέντυ ευπώλητα των ψαρομάγαζων δεν έχει εδώ; Μα τι μέρος είναι αυτό; Πού σας έφερα; Θα σας πω παρευθύς.
Σε ένα απίθανο πουθενά στο Θυμάρι, μετά την Παλαιά Φώκαια, σε ένα ύψωμα μέσα στον οικισμό, ανάμεσα σε λίγα σπίτια, χωράφια με ελιές και αλάνες, κρύβεται αυτό το απίθανο μαγαζί. Απίθανο και κάπως κρυμμένο, σε μια ανηφοριά, μια βεραντοαυλή αλλοτινή, με χαλίκι και μουριές που γεραίρουν με την ευεργετική σκιά τους τους αναψοκοκκινισμένους από τις βουτιές στις ωραίες κοντινές παραλίες θαμώνες. Εμείς είχαμε έρθει από τον Χάρακα, ούτε 15 λεπτά δρόμος. Από εδώ, διακρίνεις τη σιλουέτα του αττικού τοπίου, του ομορφότερου ανάγλυφου του κόσμου, τους μαλακούς καφεπράσινους λόφους, και στο βάθος τον Σαρωνικό να σπιθίζει. Ομορφιά.
ταβέρνα, με τα ντεμοντέ τραπεζοκαθίσματα, την ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια σε άλλο σημείο, πάνω στην παραλιακή, η γιαγιά Αντιγόνη, με κρέατα και τυριά δικά τους, καθότι κτηνοτρόφοι όλοι στη φαμίλια. Έτσι δηλαδή όπως ξεκινούσαν τα εξοχικά μαγαζιά κάποτε, εκ των ενόντων, με την αυτονόητη λογική της αξιοποίησης των δικών τους ή των κοντινών πραγμάτων. Αυτήν εδώ την ταβέρνα που την αντικρίζεις και σκάνε βεγγαλικά στα μάτια σου, γιατί η απροσποίητη, αθώα αισθητική μαλακώνει την ταλαίπωρη ψυχή σου, την τρέχουν οι επόμενες γενιές, και τα εγγόνια πια. Ένα μαγαζί διαμάντι. Απλό και σημαντικό γιατί βασίζεται στην πρώτη ύλη. Τηγάνι, σχάρα, τέλος.
Αυτή την απίθανηΨάρια, ψάρια θεϊκά, ολόφρεσκα και καλοθρεμμένα. Κουτσομούρες, μπαρμπούνια και πιο μεγάλα ψάρια τα παίρνουν από ψαράδικα της ευρύτερης οικογένειας στην Παλαιά Φώκαια. Ανίκητο! Πιο from sea to table δεν υπάρχει. Πιο ψιλά ψάρια, γαύρο, σαρδέλα, μαρίδα τα παίρνουν από Λαύριο, μια ποδαλιά δρόμος κι αυτό.
Πήραμε βλίτα: βρασμένα μαλακά αλλά καταπράσινα, φρεσκομαγειρεμένα. Ωραίο λάδι. Πήραμε φέτα, μια ωραία κρεμώδη μυτιληνιά, και τηγανόψωμο μαστιχωτό και ελαφοτηγανισμένο, σαν γεωργιανό χατσαπούρι. Οι πατάτες λουκουμαδένιες, τέλειες, τρώγονται με το χέρι, για να γλείφεις και τα δάχτυλά σου. Πήραμε την ψωμωμένη μαρίδα, τόσο νόστιμα αλατισμένη και τηγανισμένη. Το τηγάνι είναι ελαφρύ σαν χάδι και ξαφνιαστικό σαν χαστούκι, κάνει τραγανή την κρούστα του ψαριού φυλακίζοντας τους χυμούς του στο εσωτερικό. Παραμερίστε όμως τα κομμένα λεμόνια. Θα σας μαλώσω αν σας αρέσει στα τηγανητά. Είναι κανόνας σημαντικός στον οποίο πρέπει κάποια στιγμή να συμφωνήσουμε: τα τηγανητά που κάνουμε τόσο κόπο να γίνουν τραγανά δεν τα παπαριάζουμε με λεμόνια. Όχι όλα, αλλά σίγουρα όχι τα ψάρια.
μπαρμπούνια που ζητήσαμε να μας τα κάνουν στα κάρβουνα. Ω θεοί: ζουμιά, ζουμιά! Σάρκα γλυκιά, δεν προλάβαινα να καθαρίζω για τη μικρή Μαρία. Χωρίς λαδολέμονο, εννοείται – δεύτερος κανόνας της ψαροφαγίας: το καλό ψητό ψάρι θέλει μόνο άλας. Η δυσκολότατη Χριστίνα σχεδόν παραμιλούσε δίπλα: «καιρό έχω να ευχαριστηθώ τόσο!»
ΠήραμεΜειονέκτημα: Τα κολοκυθάκια είχαν πιει λίγο λάδι, κουράστηκε εδώ το τηγάνι, όμως ήταν έξοχο το ζαρζαβατικό, ολόγλυκο. Μείζον μειονέκτημα: δεν έχει κρασί εμφιαλωμένο. Δυο τρία αν είχε, αττικά, θα έσκαγαν και άλλα βεγγαλικά χαράς στα μάτια μας και στη γούλα μας.
Στον κατάλογο έχει και μερικά ακόμα ορεκτικά αλλά και κρεατικά της ώρας: Μου έχουν πει τα καλύτερα για τα παϊδάκια, αρνίσια και πρόβατο. Τα κρέατα είναι από δικούς τους κτηνοτρόφους.
Θα επιστρέψουμε στην Αντιγόνη, γιατί μάς λείπουν τέτοια μαγαζιά και κάπως πρέπει να τα ενθαρρύνουμε να μην αλλάξουν κι αυτά και μακιγιαριστούν με το στυλ των μαγαζιών του συρμού.