«Ό,τι κατεβαίνει, ανεβαίνει», σκεφτόμουν καθώς ροβολούσα με ορμή δεκαπεντάχρονου τα στενά σοκάκια του Δανακού. Το χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε ρεματιά που πηγάζει από το όρος Ζας ανάμεσα σε δυό βουνοπλαγιές, και θεωρείται ένα από τα παλαιότερα χωριά της Νάξου. Αρκετοί από τους κατοίκους του ασχολούνται ακόμα με την κτηνοτροφία και τη γεωργία, και είναι επίσης ξακουστοί στιχοπλόκοι. Στο τελευταίο σκαλοπάτι του Δανακού πριν από την κατάφυτη ρεματιά βρίσκεται εδώ και 27 χρόνια το ταβερνάκι της οικογένειας της Μαρίας Αμοργιανού και του Νίκου Τσάφου, που το δουλεύουν μαζί με τα παιδιά τους Δημήτρη και Ελένη. Το βάφτισαν Γεφυράκι γιατί στην πραγματικότητα το μικρό οίκημα, που από παλιά κατοικία του παππού του Νίκου μετέτρεψαν σε ταβέρνα, βρίσκεται στερεωμένο ακριβώς επάνω στο μικρό γεφύρι που ενώνει τη ρεματιά με μικρότερα ρέματα που κυλούν μέσα από το χωριό.
Η οικογένεια έχει μια μικρή φάρμα με έναv χοίρο, 300 κατσικοπρόβατα και μποστάνια με κηπευτικά, στα οποία κανονίζουν τις σπορές ώστε να έχουν πάντα στην ταβέρνα τα δικά τους προϊόντα. Από το γάλα των ζώων φτιάχνουν επίσης αφρουδένια μυζήθρα και ξινομυζήθρα, απαλό ανθότυρο και μανούρι, και από το χοιρινό της χρονιάς ξεχωρίζουν ένα μπούτι για να φτιάξουν ζαμπόνι για το μαγαζί – πρόκειται για το παραδοσιακό, παστό αλλαντικό της Νάξου. Αν τους λείψει κάτι αυγουστιάτικα που έχουν πολύ τουρισμό, τότε θα αγοράσουν τα χρειαζούμενα, αλλά μόνο από το νησί, και μόνο από παραγωγούς που γνωρίζουν προσωπικά και εμπιστεύονται.
σαλάτα με γινωμένες ντομάτες και ξινομυζήθρα πούπουλο, ένα μανούρι σαγανάκι που τρίβεις τα μάτια, τα χέρια και ύστερα και την κοιλιά σου, μελωμένο κατσικάκι κοκκινιστό με μακαρόνια και τριμμένο αρσενικό, και ένα κατσικάκι λεμονάτο, μύθος, με τηγανητές πατάτες βουτηγμένες μέσα στα παχιά ζουμιά του. «Από εδώ πέρναγε πολύ νερό, αλλά εφέτο και πέρσι δεν έριξε βροχές», μας εξηγούσε ο Νίκος όσο η Μαρία ετοίμαζε το τελευταίο φαγάκι, τα περιβόητα παταταύγουλά της με κάτι αυγά χρυσόκροκα σαν ήλιοι. Στον μακρύ δρόμο της αργής ανάβασης είχα χρόνο να σκεφτώ πως αν είχαν και δυο τρία εμφιαλωμένα κρασιά από τις Κυκλάδες, θα ήμουν ακόμα εκεί και θα σας έστελνα φιλάκια από τον Δανακό.
Στην πίσω αυλή βρίσκεται η ψησταριά με τα κάρβουνα, όπου κάνει κουμάντο ο πιο τυχερός ψήστης στον κόσμο, καθώς τσικνίζει με τα καλύτερα κρέατα σε ένα σκηνικό μαγικό, με τη δροσιά της πυκνής φύσης και τα γάργαρα νερά από το ρυάκι. Στα λίγα τραπεζάκια, κάτω από τα πλατάνια και την ασφεδαμιά, σερβίρουν φαγάκι-ωδή στην παραδοσιακή ταβέρνα. Μας έφεραν για αρχή ντόπιο κρασί μαζί με μια απείρου κάλους μυζήθρα πρωινή,Υ.Γ.1 Εκ των υστέρων έμαθα ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος, από τον οποίον φτάνεις με το αυτοκίνητο στην απέναντι όχθη του ρέματος, για να αποφύγεις όλη αυτή την ανάβαση. Ωστόσο από τον δρόμο αυτό χάνεις τη βόλτα μέσα στο όμορφο χωριό.
Υ.Γ.2 Αν φτάσετε ως εκεί αξίζει οπωσδήποτε μια στάση στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής μπρος στο ρέμα, και άλλη μια στη Μονή του Φωτοδότη που γιορτάζει με πανηγύρι στις 6 Αυγούστου.