Ένας φανατικός οινόφιλος μένει σπίτι και απολαμβάνει τα καλύτερα της κάβας του. Με τις ευλογίες του Λουδοβίκου Παστέρ.
Από τον Βασίλη Μασσέλο*
Ζούμε μία κατάσταση από αυτές που συνήθως απαντούν στον κινηματογράφο, την οποία δεν περίμενε ποτέ κανείς να αντιμετωπίσει ως πραγματικότητα. Τόσο ο κατ’ οίκον περιορισμός όσο και ο τρόμος για την οικονομική καταστροφή που φέρνει η πανδημία, επιδρούν αρνητικά στην ψυχολογία του ανθρώπου. Μία χρήσιμη διέξοδος, ακόμη και εάν κανείς διαθέτει πρόθυμο κύωνα, είναι το κρασί. Όχι με την λογική του μπεκρή που πνίγει τον πόνο του στις αλκοολικές αναθυμιάσεις, αλλά του οινόφιλου που βρίσκει παρηγοριά στην ψυχή του καλού κρασιού. Ο Γαστρονόμος δημοσίευσε πρόσφατα μία καλοδουλεμένη λίστα ετικετών “value for money” για πανδημική χρήση. Προσωπικά πιστεύω ότι η κατάσταση προσφέρεται για να καταφύγει κανείς στο καλό ράφι του κρασοντούλαπου με τις φιάλες αξίας που υπό κανονικάς συνθήκας δεν αγγίζεις εύκολα γιατί «ίσως είναι καλύτερα να το πιω αργότερα» ή «η συγκεκριμένη παρέα θα το καταλάβει;» (ας μην ξεχνάμε ότι, όπως λέει ο υπέροχος οινοποιός Luigi Giordano στο Barbaresco, «το να δίνεις ένα καλό κρασί σε κάποιον που δεν καταλαβαίνει είναι σαν να δίνεις κέικ σε σκύλο»). Όλες αυτές οι ανθρώπινες αναστολές, η ρίζα των οποίων ψυχιατρικώς βρίσκεται στη χριστιανική έννοια της αμαρτίας, ευτυχώς αμβλύνονται σε περιόδους μεγάλης αβεβαιότητας.
Ο αόρατος εχθρός του ιού, η διεθνής φρίκη, το καθημερινό δελτίο ειδήσεων που έχει καταντήσει δελτίο τελετών, θυμίζουν στον άνθρωπο την εφήμερη φύση του. Παρενθετικώς, ευτυχώς που υπάρχει η καταπραϋντική μορφή του καθηγητή Τσιόδρα. Σκεφτόμουν ότι εάν είναι ένας γιατρός να σου ανακοινώσει ότι πεθαίνεις θα ήθελες να είναι ο συγκεκριμένος – θα στο πει τόσο γλυκά και συμπονετικά που στο τέλος θα θέλεις να τον ευχαριστήσεις. Εκλαϊκευμένα θα έλεγε κανείς ότι τώρα είναι εποχή του «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κλπ». Ως προς το τρίτο, αποσιωπηθέν τμήμα της θυμοσοφίας, παρά το ότι ο «Γαστρονόμος» γενικώς απευθύνεται σε μερακλήδες, εν προκειμένω εκφεύγει της συνήθους θεματολογίας του, αλλά και αυτής του παρόντος άρθρου. Ίσως το πιάσουμε αργότερα, όταν δυσκολέψουν τα πράγματα.
Σε κάθε περίπτωση η συγκυρία μας επιτρέπει -ίσως μας επιβάλλει- να ανατρέξουμε στον περίφημο Λουδοβίκο Παστέρ που είχε γράψει «le vin peut-être à bon droit considéré comme la plus saine, la plus hygiénique des boissons», αποδιδόμενο στα ελληνικά ως «το κρασί μπορεί δικαίως να θεωρηθεί το πιο υγιές και το πιο υγιεινό από τα ποτά». Με δεδομένη την προαναφερθείσα ευεργετική επίδραση στην ψυχολογία και με τη σύμφωνη γνώμη του μεγάλου αυτού μικροβιολόγου, αποφάσισα να αντιμετωπίσω τη μάστιγα του κορονοϊού διά του οίνου.
Στις αρχές του προηγούμενου μήνα, πριν το curfew, πρόλαβα και πήγα στον μέγα μάστορα Κρητικό στην Κάντζα με κοντραμπάντο δύο φιάλες από τον γαλλικό και τον ελληνικό αμπελώνα. Ένα θαυμάσιο Saint Cosme Crozes-Hermitage του 2017 με συγκλονιστική μύτη, παρά το ότι θα μπορούσε να μείνει λίγο ακόμη, και ένα Κτήμα, του συγχωρεμένου του Παπαϊωάννου από το 2010, μία από τις πιο αυθεντικές Νεμέες που έχω πιει. Λίγες μέρες αργότερα άνοιξα ένα πολύ σπάνιο κρασί που είχα φέρει τον περασμένο Οκτώβριο από τον Λίβανο (επέστρεψα την ημέρα που άρχισε η επανάσταση). Ήταν μία από τις 600 φιάλες Carménère από την σειρά «Les Exceptions» του γνωστού κτήματος Kefraya. H συγκεκριμένη νοτιο-Αμερικανική ποικιλία, όπως και πολλές άλλες, δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα στην ευλογημένη κοιλάδα Μπεκάα. Για λόγους γεωγραφικής ισορροπίας ήπιαμε αυθημερόν και το τελευταίο μπουκάλι Bigolla από το 2003, μία σπουδαία Barbera από το ιστορικό, ιδρυθέν το 1789, οινοποιείο Massa, που διέσωσε και είναι το μόνο που καλλιεργεί σήμερα την τοπική ποικιλία Timorasso (αυτά τα είχα τσακίσει προ πολλού)
Στην τελευταία, μικρής κλίμακας, μάζωξη πριν τον εγκλεισμό, έκανα ρακλέτ που προσφέρεται ιδιαίτερα όσο κάνει ακόμη κρύο. Η θαυμάσια ελβετική αυτή εφεύρεση, που τρώγεται παρέα με βραστές πατάτες, αγγουράκια τουρσί και χοιρομέρι θέλει κατά κανόνα λευκό κρασί. Παρά τον μικρό αριθμό καλεσμένων καταφέραμε να αδειάσουμε ένα Viognier του Γιώργου Σκούρα (κατά τη γνώμη από τα καλύτερα κρασιά του), ένα δυσεύρετο ορεινό ασύρτικο από τη θέση Πετρογεράκι, μεταξύ Ελικώνα και Κιθαιρώνα του Evanemos, ένα κλασικό Riesling του Αλσατού Gustav Lorenz (αν και για τη συγκεκριμένη ποικιλία προτιμώ τον Μοζέλα και το Παλατινάτο στη Γερμανία, ομολογώ ότι ήταν πολύ καλό), ένα ροζέ Petite Fleur του Θανάση Παρπαρούση που φέτος είναι μοναδικό. Και για να κλείσουμε ένα γλυκούλι Banyuls από το Domaine de la Rectorie. Γενικά απεχθάνομαι τα γλυκά/ημίγλυκα κρασιά, με το συγκεκριμένο να βρίσκεται μεταξύ των ελαχίστων εξαιρέσεων.
Με την αρχή της καραντίνας ο συγχρωτισμός περιορίστηκε σε τρία άτομα, πάντα τα ίδια, άπαξ εβδομαδιαίως. Την πρώτη συνεδρία, το κοτόπουλο κάρυ με γιαούρτι (και χωρίς τα κονιορτοποιημένα cashews που ήθελε η συνταγή γιατί έχω να αντιμετωπίσω απερίγραπτη γκρίνια) συνόδευσε μία βαρύτιμη Βουργουνδία Pommard «Les Poutures» καλοδιατηρημένη παρά τις δύο δεκαετίες ζωής της, και ένα χορταστικό, αληθινό, αφτιασίδωτο Hermitages των Jean Claude & Nicolas Fayolle, που μου είχε δώσει ο καλός φίλος και μέγας γνώστης Γιάννης Καϋμενάκης (ο Χαρδαλιάς μας έχει προκαλέσει και σύνδρομο στέρησης Paleo-υ).
Στη δεύτερη, πιο πρόσφατη συνεδρία, το συγκλονιστικό κατσικάκι από την Ιθάκη συνόδευσε ένα μαγικό Syrah Barossa Valley που είχα φέρει στις αποσκευές μου από την Αυστραλία το 2004 και μία ζωντανή Λημνιώνα της Oenops για την οποία ίσως δεν θα είχα βιαστεί τόσο εάν δεν υπήρχαν οι παρούσες συνθήκες αβεβαιότητος.
Το θετικό είναι ότι πρώτα θα εξαντληθεί η υπομονή και μετά οι επιλογές γιατί ευτυχώς, «κρασιά υπάρχουν».
* Ο Βασίλης Μασσέλος είναι επιχειρηματίας και γευσιγνώστης, μέλος των Chaine des Rôtisseurs, της Confrérie des Chevaliers du Tastevin.