Η μάνα μου ήταν από δω κι ο πατέρας μου από το Αϊβαλί. Καπετάνιος ήταν και καΐκια είχε, κι έπρεπε να τα φέρει σε λιμάνι καλό, και το λιμάνι αυτό ήταν η Αρακλειά. Έτσι ήρθαν ο θείος μου ο Πολύδωρος και ο πατέρας μου ο Μανώλης με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τη μάνα μου την πήρε δεκαπέντε χρονώ και έκανε μαζί της έξι παιδιά. Και πολλά πράγματα τα μάθαμε από εκείνον. Το γεμιστό το κατσικάκι, να σκεφτείς, δεν το ξέρανε εδώ. Έκοβε μερίδες το κατσικάκι και το έβραζε με το γάλα. Κι εγινόντανε λουκούμι.
Η ζωή στην Αρακλειά τα χρόνια τα παλιά
«Με τον άντρα μου ήμασταν 70 χρόνια μαζί. Ήταν ναυτικός. Στα αμερικάνικα καράβια ήταν δεύτερος, στα ελληνικά ήταν πρώτος. Είχαμε ένα κοτεράκι και με γύριζε όλα τα νησιά. Έλεγε πολλά ανέκδοτα, κάναμε πολλές παρέες. Μείναμε στο νησί κάμποσο καιρό. Ύστερα μεγάλωσαν τα παιδιά και έπρεπε να πάνε στα σχολειά, και αναγκαστήκαμε και φύγαμε».
Έτσι κι εγώ μεγάλωσα εδώ. Ανέβηκα το ’58 στην Αθήνα, παντρεύτηκα με τον άνδρα μου, Αρακλειανός, αλλά με καταγωγή από τη Σαντορίνη. Με τον άντρα μου ήμασταν 70 χρόνια μαζί. Ήταν ναυτικός. Στα αμερικάνικα καράβια ήταν δεύτερος, στα ελληνικά ήταν πρώτος. Είχαμε ένα κοτεράκι και με γύριζε όλα τα νησιά. Έλεγε πολλά ανέκδοτα, κάναμε πολλές παρέες. Μείναμε στο νησί κάμποσο καιρό. Ύστερα μεγάλωσαν τα παιδιά και έπρεπε να πάνε στα σχολειά, και αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Είμαι αγορομάνα, αλλά τα εγγόνια μου είναι όλα κόρες κι έχω και δισέγγονα. Περάσαμε καλά. Η Ηρακλειά ήταν ωραίο μέρος και είχε πολύ καλό κόσμο. Τώρα είναι 80 μόνιμοι κάτοικοι όλοι κι όλοι. Στη Νάξο πηγαίνουν τα παιδιά, δεν έχει Γυμνάσιο εδώ. Ούτε φούρνο δεν έχει το νησί. Ψωμί φέρνουν κάθε πρωί από τη Νάξο, τη Σχοινούσα ή την Αμοργό.
Τώρα τα χρόνια περάσανε, τι να κάνουμε. Ήταν πολύ ωραία η Αρακλειά, είχε κόσμο. Δεν είναι σαν τώρα, τώρα άμα δεν έρθουνε ξένοι, δεν έχει ψυχή. Ενώ τότε που ήμουν εγώ κορίτσι, επηγαίναμε στο σχολείο και είχαμε τριάντα πέντε παιδιά σε κάθε τάξη. Αλλά μετά αναγκαστήκανε κι έφευγε ο κόσμος για τα σχολεία, για τα παιδιά. Έτσι κάναμε κι εμείς, και μετά κατεβαίναμε μόνο το καλοκαίρι. Εγώ τώρα μένω εδώ από τον Φλεβάρη και να θέλει ο Θεός και να είμαι καλά, θα φύγω τον Νοέμβριο. Φεύγω μετά των Ταξιαρχών. Η εκκλησία ο Ταξιάρχης είναι δικιά μας, την έχει φτιάξει ο παπα-Μανώλης ο παππούς μου. Κι έρχεται ο ανιψιός μου από την Αμοργό και τα παιδιά μου, και κάνουν φαγιά διάφορα, γλυκά, κάνουμε απ’ όλα. Φέτος μπορεί να μείνω κι εδώ. Τι να πάω στην Αθήνα, στον Πειραιά; Τι να πάω να κάνω εκεί;
Τραπεζώματα και παρέες
Τραπέζια ακόμα κάνω. Είμαι μαθημένη όταν έρχεται κόσμος στο σπίτι να τους περιποιούμαι. Κι εφέτος το Πάσχα είχα δώδεκα ανθρώπους στο σπίτι μου. Έβαλα εννιάμισι κιλά κατσίκι στον φούρνο, ήταν και οι τρεις γιοι μου με τις οικογένειές τους. Τώρα θα μείνει εδώ και ο μεγάλος μου γιος, γιατί πήρε σύνταξη. Κι όποτε ξεμπάρκαρε ο άντρας μου, έκανα πολλά τραπέζια. Όλα εδώ μέσα, και η αυλή, όλα γεμάτα ήταν. Μαγείρευα τα πάντα. Από φρικασέ κατσικάκι, από καραβόλους, από χόρτα. Μαζευόμασταν κάπου τριάντα αθρώποι και ακόμα πιο πολλοί, στο σπίτι, στο δικό μου και στο δικό τους, αλλάζαμε. Δεν κάναμε εμείς ξενόφερτα φαγιά, αφού ξέραμε και τα κάναμε εδώ.
«Τραπέζια ακόμα κάνω. Είμαι μαθημένη όταν έρχεται κόσμος στο σπίτι να τους περιποιούμαι. Κι εφέτος το Πάσχα είχα δώδεκα ανθρώπους στο σπίτι μου».
Τα αρανιστά τα κάναμε το βράδυ, για να κοιμόμαστε ήσυχοι. Όσο για το φάβα, εδώ είναι το κατσούνι, αλλού έχουν αρακάδες, διάφορα. Είναι μικρό το λουβί στο δικό μας. Πρώτα το μαζεύανε, το αλωνίζανε με τα βόδια και το κόβανε στον χερόμυλο. Κιλά, όχι ένα και δύο. Κι ύστερα δριμονίζανε [σ.σ. κοσκινίζανε] τον καρπό του φάβα για να κρατάει τα κόνταλα, τα σκληρά δηλαδή τμήματα του φλοιού και του βλαστού.
«Ούτε φούρνο δεν έχει το νησί. Ντίνα Πράσινου — Ηρακλειά Ψωμί φέρνουν κάθε πρωί από τη Νάξο, τη Σχοινούσα ή την Αμοργό. Τώρα τα χρόνια περάσανε, τι να κάνουμε. Ήταν πολύ ωραία η Αρακλειά, είχε κόσμο».
Είναι πιο καλό το δικό μας το φάβα. Κανενός νησιού δεν είναι ωραίο όπως στην Αρακλειά. Ίσως είν’ το χώμα, δεν ξέρω. Κάθε χρόνο έπαιρνα δέκα κιλά και περνούσα όλο τον χειμώνα. Τώρα δεν κάνει ο Γιώργης πια, και δεν παίρνω από αλλού να μαγειρέψω. Αυτό που έκανα σήμερα είναι περσινό, φέτος δεν κάναν οι αθρώποι καθόλου, δεν έβρεξε. Το φάβα θέλει να βρέξει και να είναι και έψιμα [όψιμα] τα νερά, τα τελευταία του χειμώνα δηλαδή. Εφέτος όμως έβρεξε αργά, τη Μεγάλη Βδομάδα και στην εκκλησία λέω του Γιώργη: «Γιώργη, έβρεξε, κι εφέτος θα κάνεις και φάβα». Και μου λέει αυτός: «Τώρα, Ντίνα, που ξεράθηκε…». Ίσα ίσα βγάλαν τον σπόρο οι αθρώποι.
«Περάσαμε καλά. Η Ηρακλειά ήταν ωραίο μέρος και είχε πολύ καλό κόσμο. Τώρα είναι 80 μόνιμοι κάτοικοι όλοι κι όλοι»
Έτσι περάσανε τα χρόνια μας, παιδί μου. Τώρα πάνε. Όλα όσα είχα σ’ τα είπα. Άντε να πάμε να φάτε τίποτα, η ώρα είναι 12. Αρκετά σάς είπα και για την Αρακλειά, και για τις συνταγές, κι ένα σωρό, τι να λέω πια, πρέπει να κάνω τώρα μία βδομάδα να μιλήσω για να ισοφαρίσω. Ελάτε μέσα, παιδιά, κάτι θα βρούμε να φάτε.