Για να διασχίσεις τη Λέσβο απ’ άκρη σ’ άκρη θέλεις κοντά ένα δίωρο. Περνάς από χωράφια με γλυκάνισο, από ελαιώνες, βλαστερούς κήπους και στάνες, βουνά και δάση και ξεροθυμαρότοπους. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα νησιά της χώρας, αύταρκες, παραγωγικό και πλούσιο. Έχει απ’ όλα τα αγαθά και τα έχει όλα νόστιμα. Έχει τα τυριά και τα κρέατά της, τα ζαρζαβατικά και τα θαλασσινά της, έχει τους δικούς της, παλιούς τρόπους στο μαγείρεμα, είναι όμως κι επηρεασμένη έντονα από τη μικρασιατική κουζίνα που έφεραν μαζί τους οι χιλιάδες πρόσφυγες διασχίζοντας τη στενή λωρίδα της θάλασσας για να βρουν καταφύγιο στο κοντινό τους νησί. Όμως, στις συνταγές της Λέσβου κορωνίδα είναι κυρίως η πρώτη ύλη που λαμποκοπάει μες στα πιάτα, μιλάει μόνη της, λέει ξεκάθαρα την εποχή, είναι το γαστρονομικό ημερολόγιο του τόπου.
Η κουλτούρα του μεζέ στη Λέσβο πλέκεται γύρω από έναν πυρήνα, που δεν είναι άλλος από το ούζο. Είναι τόσο καθιερωμένη στο νησί, που δεν υπάρχει ενήλικος Λέσβιος που να μην την κατέχει. Δεν έχουν ώρα ο μεζές και το ούζο στη Λέσβο. Είναι ένας μικρός Μαραθώνιος που αρχίζει το πρωί και κρατάει όσο αντέχει ο καθένας. Τα πολλά μικρά πιατάκια που σερβίρονται διαδοχικά μαζί με κάθε γύρα ούζου στα καφενεία, στα ουζερί και στα σπίτια, σηματοδοτούν την αφθονία και τη μερακλίδικη νοοτροπία που έχουν οι ντόπιοι όταν κάνουν παρέες. Είναι στην ουσία τα φαγιά τους, που σερβίρονται σε μικρότερες ποσότητες για να συνοδεύσουν το ούζο.
Μαζί με το ούζο, που σύμφωνα με τα καθιερωμένα σερβίρεται σκέτο σε κανονάκια, τα μικρά κωνικά ποτηράκια, μαζί με λίγο παγωμένο νερό για να αραιώσει, παρατάσσεται κι όλη η τοπική παραγωγή. Την ώρα που βγαίνει το πρώτο καραφάκι, έρχονται μαζί του δροσερά ορεκτικά λαχανικά, όπως ρόκα, αγγουράκια και ραπανάκια, οπωσδήποτε ένα πιατάκι με ελιές, όστρακα ωμά και σίγουρα κάποιο τυρί, που συνήθως είναι λαδοτύρι. Στην επόμενη γύρα έρχονται τα παστά, σαρδέλες και λακέρδα, αλλά και τσίροι και ρέγκες, κι ακολουθούν τα μαγειρεμένα όσπρια και λαχανικά, όπως λαχανίδα βραστή, φασόλια πιάζ (νερόβραστα και σερβιρισμένα με λεπτοκομμένα ξερά κρεμμύδια), κουκιά βραστά και φάβα (πράσινη μπιζελόφαβα).
Όσο η ουζοποσία συνεχίζεται, τόσο συνεχίζεται και το ταξίδι στην αγροτική παραγωγή του τόπου.
Καταφθάνουν ζεστά από το τηγάνι γκιουζλεμέδες (τυροπιτάκια με δυόσμο), κρεμμυδοτηγανιταρέλια (κρεμμυδοκεφτέδες) και λουλούδια τηγανητά (κολοκυθανθοί γεμιστοί με τυρί), κι ύστερα λουλούδια λαδερά (στην κατσαρόλα γεμιστά με ρύζι) και σουγάνια (κρεμμύδια γεμιστά), κταβάκια (σκυλάκια) και πλατιές (σαλάχια) τηγανητές, χταπόδι ψημένο στη σχάρα… Ακολουθούν τα σαγανάκια τυριών, κάποια μαγειρευτά θαλασσινά, όπως σουπιές ξιδάτες και καλαμάρια, είτε γεμιστά στην κατσαρόλα είτε τηγανητά ολόκληρα. Ανάλογα με την εποχή, το ούζο κάνει παρέα με αυγά, με οβριές, αμανίτες τηγανητούς, χάχλες γεμιστές, ενώ το βαρύ πυροβολικό μένει για το τέλος, να ισιώσει το στομάχι από τα πολλά ούζα. Τότε, η ιεροτελεστία του ούζου κορυφώνεται με τον εμβληματικότερο μεζέ, το χονδρό, την προβατίνα δηλαδή, που τη σερβίρουν από ψητή στη σχάρα μέχρι μαγειρευτή στην κατσαρόλα σκέτη στα ζουμιά της ή κοκκινιστή. Κοκκινιστοί είναι και άλλοι από τους τελευταίους μεζέδες που κλείνουν την ουζοποσία: το ιμάμ, λόγου χάρη, τα σουτζουκάκια και η γεμιστή σπλήνα.