Η λέξη «χαβίτσ’» είναι αρμενικής καταγωγής και σημαίνει «χυλός». Είναι φαγητό εύκολο, χορταστικό, πολύ οικονομικό και προσιτό σε όλους, γι’ αυτό και συχνά λένε «Ποι’ κ’ έχ’ να τρώει, ευτάει χαβίτσ’ και τρώει», δηλαδή ο καθένας μπορεί να φάει αν έχει χαβίτσ’. Ο ερευνητής καθηγητής Θωμάς Σαββίδης μάς πληροφορεί ότι ο θρύλος λέει πως πρόκειται για το φαγητό των μαγισσών και των ξωτικών, και τα ρούχα τους «πάντα έταν χαβιτσωμένα», λεκιασμένα δηλαδή με χαβίτσ’. Φτιάχνεται και στη γλυκιά του εκδοχή, σαν πολίτικος χαλβάς, με σιρόπι, ξηρούς καρπούς, σταφίδες και κανέλα.
Η Κική Αντωνιάδου από την Ξηρολίμνη Κοζάνης, την οποία συναντήσαμε στο οδοιπορικό του «Γ» στα χωριά των Ποντίων και μάς έφτιαξε τη συνταγή, μάς είπε ότι το χαβίτσ’ το λένε και «τυροκλωστή», επειδή το τυρί που περιέχει είναι λαστιχωτό και όταν λιώνει σχηματίζονται κλωστές. Είναι μια κρέμα απίθανης νοστιμιάς, που οφείλει τη γεύση της στο καλαμπόκι που είναι ψημένο απευθείας στη φωτιά. Εξηγεί η Κική: «Τα ώριμα καλαμπόκια τα βάζουμε στον ξυλόφουρνο ή απευθείας στη φωτιά στο τζάκι, μέχρι να αρχίσουν να καψαλίζονται ελαφρώς και να βγάλουν τα αρώματά τους. Έπειτα τα παίρνουμε ανά δύο και τα τρίβουμε μεταξύ τους, να μαδήσουν και να πέσουν οι κόκκοι. Ύστερα, αυτούς τους περνάμε στον πετρόμυλο και τους αλέθουμε ανάλογα με τη χρήση, πιο χοντρό ή λιγότερο, για να φτιάξουμε το φούρνικο καλαμποκίσιο αλεύρι».
Το χαβίτς γίνεται σε λίγα λεπτά και απαιτεί την προσοχή της μαγείρισσας, πάνω από την κατσαρόλα. Αν αρπάξει ελαφρώς, μην απογοητευτείτε. Κάποιοι λένε πως γίνεται ακόμα καλύτερο. Ξύστε με μια ξύλινη κουτάλα τον πάτο της κατσαρόλας και ανακατέψτε καλά πριν σερβίρετε.