ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΥΖΙΝΕΣ

Για τον Θέμη Καραμουρατίδη όλα είναι θέμα αρμονίας

Μια συζήτηση με τον συνθέτη των επιτυχιών, με πολλή μουσική, χιούμορ και ειλικρίνεια.

29.03.2022| Updated: 31.03.2022
Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος
Για τον Θέμη Καραμουρατίδη όλα είναι θέμα αρμονίας

Θα κάλυπτα αμέσως τον αριθμό των λέξεων που στοιχειοθετούν ένα long read, αν αποφάσιζα ν’ απαριθμήσω τα πιο γνωστά τραγούδια και τις «εκκωφαντικές» συνεργασίες του. Θα σημειώσω μόνο επ’ αυτού πως ο συνθέτης και στιχουργός Θέμης Καραμουρατίδης έχει γράψει μερικά από τα πιο σημαντικά τραγούδια των 00’s στο έντεχνο μουσικό στερέωμα.

Η διήγηση της ζωής του ξεκινά από ένα τραπέζι, που υπήρξε γι’ αυτόν σταθμός. Η ιστορία έχει ως εξής: Το 2011, και αφού αποτελούσαν ήδη μια δεμένη μουσική τριάδα με την τραγουδίστρια Νατάσσα Μποφίλιου και τον στιχουργό Γεράσιμο Ευαγγελάτο, βρέθηκαν όλοι μαζί στο εστιατόριο Αλάτσι, πίσω από το Χίλτον, για να λύσουν την παρεξήγηση από έναν ομηρικό καβγά μεταξύ του Γεράσιμου και του Θέμη. Τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανέλαβε αυτοβούλως η Νατάσσα, προτείνοντάς τους να μιλήσουν. «Ήξερα από τότε πως οι δυο τους ήταν για μένα άνθρωποι ζωής. Με τον Γεράσιμο όμως είχαμε πολλές προστριβές επί μήνες και είχα αποφασίσει να τους πω ότι είχα φτάσει στο “ως εδώ και μη παρέκει”. Εκείνος σκέφτηκε να λύσει διαφορετικά τη διαφωνία μας και μας ανακοίνωσε: “Εγώ, πάντως, παιδιά έχω έτοιμα τα τραγούδια του νέου μας δίσκου”. Και έβγαλε και μας έδειξε τη Δεμένη, τις Μέρες του Φωτός, τον Λοχαγό Έρωτα, το Η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει και τις Τελευταίες Μέρες. Τη Νατάσσα την έπιασαν τότε τα κλάματα, ήταν σαν να μου έλεγε “είμαστε αδέρφια, πού θα πας;” και κάπως έτσι μου ήρθε το “χαστούκι”. “Πού να πάω;”, σκέφτηκα. Αυτό ήταν ένα σημαντικό τραπέζι, με τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου. Είχαμε φάει κι ένα αρνάκι στη λαδόκολλα, σερβιρισμένο με χοντρό αλάτι, ήταν εξαιρετικό», θυμάται.  

Το φαγητό για τον Θέμη Καραμουρατίδη ήταν σημαντικό σε όλες τις μεγάλες αποφάσεις, τις μικρές χαρές και τις λύπες ανεξαρτήτως μεγέθους. Ήταν «μαξιλάρι» κάποιες φορές. «Ακόμα κι όταν έπρεπε να το περιορίσω, ήταν το εργαλείο μου. Υπήρξε μεγάλος εχθρός, αργότερα σύμμαχος, αδυναμία, φοβερή ενοχή αλλά, κυρίως, υπήρξε ο καθρέφτης μου. Το πόσο και το τι έτρωγα είχε να κάνει με μένα. Κάπως έτσι έχασα 60 κιλά. Τώρα που με νοιάζει περισσότερο ο εαυτός μου, το βλέπω ως φροντίδα. Αγκαλιάζω την ανάγκη μου να παίξω, να χαρώ, να γευτώ», λέει με ειλικρίνεια, συνοψίζοντας μέσα σε δύο προτάσεις όσα χιλιάδες άνθρωποι δεν τολμάμε μετά από χρόνια ανάλυσης.  

Η συνθήκη που έφτιαξε τη μουσική 

Για δείπνο στην Cookoovaya.

Χαλαρή διάθεση και καλό φαγητό.

«Μεγάλωσα στο Πλατύ Ημαθίας, που το 1990 ήταν ένα κεφαλοχώρι με 5.000-6.000 κατοίκους και όπου είχε κανείς τη δυνατότητα να “χτίσει” ένα περιβάλλον για τον εαυτό του. Οι γονείς μου δεν ήταν οι συνηθισμένοι λαϊκοί άνθρωποι. Ο μπαμπάς μου εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος αγρότης και είχε έναν απίθανο συναισθηματικό τρόπο να προσεγγίζει τα πράγματα. Έναν παιδικό τρόπο. Έπαιζε και κιθάρα. Η μαμά μου ήταν βοηθός χημικού, διέθετε καλλιέργεια, μόρφωση και μάλιστα ζωγράφιζε. Στο σπίτι μας κυριαρχούσε η φιλοσοφία του Κώστα Μπαζαίου και του Τηλέμαχου Ευθυμιάδη, ήμασταν της υγιεινής διατροφής. Γνώριζε η μητέρα μου πως το αλάτι, η ζάχαρη και τα λιπαρά δεν κάνουν καλό – τότε ακόμα δεν ήταν πολύ γνωστά αυτά. Έφαγα πρώτη φορά κρέμα γάλακτος στα 17 μου. Κατανάλωνα ανέκαθεν μεγάλες ποσότητες φαγητού, αλλά ποιοτικό. Όσπρια, λαχανικά, λαδερά και κρέας μέχρι δύο φορές την εβδομάδα. Υπήρχε πάντα μαγειρεμένο φαγητό στο τραπέζι και μια σαλάτα – την οποία δεν άγγιζα ποτέ! Τρώγαμε όλοι μαζί κι εγώ είχα εμμονή με το στρώσιμο του τραπεζιού. Θεωρώ σημαντικό το ότι οι γονείς μας ήταν εκεί για εμένα και την αδερφή μου και μας πρόσφεραν ό,τι χρειαζόμασταν για να είμαστε ευτυχισμένοι.»

Νένα Δημητρίου: Ποιος σου ενέπνευσε την επιθυμία για μουσική; 

Θέμης Καραμουρατίδης: Η μουσική είναι η μοναδική καψούρα της ζωής μου που δεν έχει κανένα ενδιάμεσο ερέθισμα, κανέναν ενδιάμεσο άνθρωπο, κανένα ψυχολογικό κίνητρο.

Ν.Δ.: Πότε ξεκίνησες να πηγαίνεις σε Ωδείο; Ποια ήταν η συνθήκη;
Θ.Κ.: Η συνθήκη και η αισθητική υπήρχαν μέσα στο σπίτι μας. Ακούγαμε πολλή και ωραία μουσική. Όλη μέρα έπαιζαν τα ραδιόφωνα. Ως παιδάκι στο Πλατύ, μάθαινα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, πληροφορική. Όταν ήμουν 7 χρονών, πήγα στο σπίτι της θείας μου, της Φρίντας, που είχε πιάνο και θυμάμαι σαν τώρα ότι προσπάθησα να παίξω το Κουρασμένο Παλικάρι της Νάνας Μούσχουρη. Ακούμπησα τα δαχτυλάκια μου και εγκλωβίστηκα στη μουσική! Θυμάμαι να με συγκινεί τόσο πολύ η αρμονία και η σύγκρουση από τις νότες. Η θεία μου έπιασε τότε τη μαμά μου και της είπε: «Ο γιος σου είναι ταλέντο». Κι εκείνη, ως πολύ προοδευτική μαμά, μου αγόρασε πιάνο. Αν δεν έχεις στήριγμα, δεν κάνεις πολλά. Έτσι ήρθε και το Ωδείο. Έκανα μαθήματα, πρώτα στο Πλατύ, ύστερα στην Αλεξάνδρεια, μετά στη Θεσσαλονίκη. Έφηβος πια έκανα ιδιαίτερα πιάνου και αρμονίας με την κυρία Περιστέρη. Αυτό που μου συνέβη με τη μουσική είναι το πιο αθώο πράγμα που έχει συμβεί στη ζωή μου – ένα παιδάκι που κάθεται στο πιάνο, κουνάει τα δαχτυλάκια του και η αρμονία το γλυκαίνει. Ένα αυθεντικό συναίσθημα πληρότητας και χαράς.  

Στην Αθήνα ως φοιτητής και συνθέτης

Με τους καλούς του φίλους, που περνάνε πολλά βράδια μαζί.

Τελειώνοντας το σχολείο, ο Θέμης κατεβαίνει στην Αθήνα για σπουδές στο τμήμα Μέσων Επικοινωνίας της Παντείου. Μένει στην Καλλιθέα, κάνει παρέες, παίζει λίγη μουσική και επισκέπτεται συχνά το Metropolis, στην οδό Πανεπιστημίου. Το 2004 ο καλός του φίλος, Στέλιος, σχεδόν τον εξαναγκάζει να στείλει ένα demo σε μια -όπως αποδείχθηκε- πολύ σπουδαία ακρόαση. Ήταν τότε που η εταιρεία Μικρή Άρκτος και ο καλλιτεχνικός της διευθυντής, Παρασκευάς Καρασούλος, προσκαλούσαν νέους συνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές, κάτι σαν αναβίωση των Αγώνων Τραγουδιού της Κέρκυρας που είχε εμπνευστεί το 1982 ο Μάνος Χατζιδάκις για να αναδείξει νέα ταλέντα, φωνές, στίχους. Στη δεύτερη ακρόαση της Μικρής Άρκτου, λοιπόν, ξεχώρισαν περίπου 350 νέους καλλιτέχνες, τους οποίους «ζευγάρωσαν» κι έτσι δημιουργήθηκαν τα κομμάτια του δίσκου Δεύτερη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου. Μεγαλύτερο κέρδος κι απ’ αυτό ενός νέου δίσκου, ήταν εκείνη την εποχή η ανακάλυψη καλλιτεχνών των οποίων τις δημιουργίες τραγουδάμε εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες. «Επέλεξαν το τραγούδι που είχα στείλει και ο Παρασκευάς Καρασούλος μου είπε πως υπήρχε ένα στιχουργός με τον οποίο έπρεπε να με «παντρέψει»- ήταν ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Τότε γνωριστήκαμε. Στις 24 Γενάρη του 2004, πριν από 18 χρόνια. Αν ήταν παιδί η σχέση μας, τώρα θα ψήφιζε», λέει και γελάμε. «Το τραγούδι λεγόταν Το Χαλί. Μόλις μου το έδωσε, την επόμενη έγραψα έξι εκδοχές του, από την πολύ σκοτεινή μέχρι την πιο χαρούμενη».

Πώς γίνεται να συνθέσει κάποιος έξι εκδοχές σε μια μέρα; «Να σου πω ότι ως παιδί έκανα ένα είδος αυτοεπιμόρφωσης. Είχα ένα ντοσιέ όπου κατέγραφα διάφορα. Έβαζα, ας πούμε, Τα κορμιά και τα μαχαίρια και σημείωνα ποια όργανα άκουγα, πώς ήταν δομημένο το τραγούδι, πώς ήταν η ενορχήστρωση. Μετά άκουγα Annie Lennox και σημείωνα τις διαφορές από τα ελληνικά, τις ενορχηστρωτικές κινήσεις κ.ο.κ. Σκεφτόμουν πως θα έφτιαχνα έναν δίσκο που θα είχε αυτή την ενορχήστρωση, αυτή τη δομή. Κάπως έτσι έγραψα στο Γυμνάσιο περί τα 400 τραγούδια. Ήταν για μένα ένα μεγάλο σχολείο. Και όταν, τελικά, έγραψα το πρώτο μου τραγούδι για τη δισκογραφία, επρόκειτο στην πραγματικότητα για το νούμερο 404!»

Το φαγητό ως τέχνη

Απολαμβάνει το απλό φαγητό, τις καθαρές γεύσεις, απαλλαγμένες από στολίδια εντυπωσιασμού.

Η σύνθεση και η αρμονία έχουν περάσει σε πολλούς τομείς της ζωής του, εκτός από τη μουσική. Του αρέσει να μαγειρεύει για φίλους, η συνεύρεση γύρω από ένα τραπέζι του φτιάχνει τη διάθεση, πάντα με προαπαιτούμενο να υπάρχει αρμονία. «Κάνω τραπέζια και αντιγράφω συνταγές από παλιούς Γαστρονόμους», με ενημερώνει. «Το τραπέζι είναι δόσιμο, δημιουργία, ευχαρίστηση, αλλά και ψυχαναγκασμός. Δεν μπορώ να το στήσω, ας πούμε, με ένα σερβίτσιο που έχει πέντε ίδια κι ένα διαφορετικό μαχαίρι. Πρέπει να φτιάξω εκ νέου μια μαθηματική σχέση, δηλαδή τρία χρυσά και τρία ασημένια μαχαιροπήρουνα, με τα αντίστοιχα πιάτα, που μαζί να δημιουργούν μια αρμονία», εξηγεί και ξεσπάμε σε γέλια. 

Το μοσχαρίσιο διάφραγμα με πουρέ μανιταριών και άγριο ρύζι, ένα από τα κλασικά πιάτα της Cookoovaya και αγαπημένο του.

Του αρέσει επίσης να βγαίνει έξω. Σινεμά και μετά φαγητό, για να συζητήσει τι είδε. Απολαμβάνει ένα γεύμα σε καλό εστιατόριο, τον συγκινούν τα όμορφα πιάτα και θεωρεί καλλιτεχνική πράξη το φαγητό. «Τρελαίνομαι για τα ωραία εστιατόρια, είναι μια διασκέδαση που δεν τη θεωρώ υπερτιμημένη. Αποδίδει. Είναι σαν να βλέπεις μια αξιόλογη παράσταση στο θέατρο. Το καλό φαγητό είναι ψυχαγωγία». Ποια είναι τα αγαπημένα του εστιατόρια, λοιπόν; «Η Cookoovaya είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό, έχει ένα αξεπέραστο πιάτο με μοσχαρίσιο διάφραγμα και πουρέ μανιταριών. Μου αρέσει και η ατμόσφαιρα, εκτός από το φαγητό. Στο Nolan, πάλι, όποτε τρώω μου έρχονται δάκρυα. Στη νέα μου γειτονιά, το Παγκράτι, μου λείπει ένα στέκι, αλλά πηγαίνω συχνά στο Tre Sorelle για πίτσα, στον Τζίμη στον Βύρωνα για σουβλάκι. Πιο μακριά, πάμε στα Καλύβια, στο Τρίγωνο, για παϊδάκια. 

Οι πίτες στον ξυλόφουρνο, ένα έδεσμα που εκτιμά πολύ από τα παιδικά του χρόνια.

Τελευταία ερώτηση: ποιο είναι ένα αξιομνημόνευτο γι’ αυτόν πιάτο; «Το κατσικάκι στον φούρνο με «πράσινο» ρύζι, συνταγή της μαμάς μου. Το έλεγε πράσινο επειδή είχε πολλά φρέσκα μυρωδικά, σκόρδο και λεμόνι και σιγοψηνόταν στη γάστρα. Υπέροχο. Και οι πίτες της μαμάς μου επίσης». 

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών