ΕΛΛΑΔΑ

Μια μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορία «κάτω από τ’ αυλάκι»

Από το αρχαίο νησί του Πέλοπα, στον μεσαιωνικό Μοριά και από τον Απόστολο Παύλο στη λατινοκρατία, διατρέχουμε την τρικυμιώδη πορεία της Πελοποννήσου μέσα στους αιώνες.

20.04.2021| Updated: 23.02.2022
Γαστρονόμος Αντώνης Κλάψης
Φωτογραφία: Μιχάλης Παππάς Εικονογράφηση: Φίλιππος Αβραμίδης
Μια μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορία «κάτω από τ’ αυλάκι»

Η Πελοπόννησος αποτελεί τη μεγαλύτερη χερσόνησο της Ελλάδας. Το όνομά της αποτυπώνει τα δύο χαρακτηριστικά που καθορίζουν τον ξεχωριστό χαρακτήρα της. Το πρώτο συνθετικό παραπέμπει στον μυθικό βασιλιά Πέλοπα, τονίζοντας έτσι το μεγάλο ιστορικό βάθος του τόπου. Το δεύτερο περιγράφει τη γεωγραφική της ιδιαιτερότητα: μοιάζει με νησί, καθώς η μοναδική της σύνδεση –ένας ιδιότυπος ομφάλιος λώρος– με τον υπόλοιπο ηπειρωτικό κορμό είναι ο στενός Ισθμός της Κορίνθου. Στα μεσαιωνικά χρόνια επικράτησε η χρήση του ονόματος «Μοριάς». Κατά μία εκδοχή, αυτό το όνομα ίσως να οφείλεται στον επιθετικό προσδιορισμό «μυουρία», δηλαδή κουτσουρεμένη, μια και το σχήμα της Πελοποννήσου μοιάζει με φύλλο, από το οποίο φαίνεται να έχει κοπεί το ένα ακριανό του τμήμα. Μια άλλη άποψη θέλει το όνομα να έλκει την καταγωγή του από τις μουριές που καλλιεργούνταν κατά κόρον στην Πελοπόννησο.

Ο μυκηναϊκός πολιτισμός και τα κλασικά χρόνια

Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας εντοπίζονται στην Πελοπόννησο ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Στην Εποχή του Χαλκού αποτέλεσε την κοιτίδα του μυκηναϊκού πολιτισμού, ο οποίος, όπως επιβεβαιώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, εξαπλώθηκε στη λεκάνη του Αιγαίου αλλά και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Κύπρο. Η ξαφνική κατάρρευσή του, γύρω στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ., ακολουθήθηκε από τους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες», στους οποίους όμως, όπως μαρτυρούν τα ομηρικά έπη, τα επιτεύγματά του παρέμειναν ζωντανά στη συλλογική μνήμη. Στα αρχαϊκά και στα κλασικά χρόνια, η Πελοπόννησος αναδείχθηκε σε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του ελληνικού κόσμου. Πόλεις όπως η Κόρινθος, με την εντυπωσιακή εμπορική και καλλιτεχνική της δραστηριότητα, και η Σπάρτη, με τις ισχυρές στρατιωτικές της δυνάμεις, βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών εξελίξεων. Η πανελλήνια ακτινοβολία της Πελοποννήσου αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι υπήρξε ο τόπος τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων, από την καθιέρωσή τους το 776 π.Χ. και για πάνω από χίλια χρόνια έκτοτε (μέχρι την κατάργησή τους το 392 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο). Η Πελοποννησιακή Συμμαχία, η οποία, υπό την ηγεσία της Σπάρτης, συσπείρωσε τις περισσότερες πόλεις-κράτη της Πελοποννήσου, κατόρθωσε να επικρατήσει έναντι της Αθήνας και των συμμάχων της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.). Επιβλήθηκε, έτσι, η σχεδόν πανελλήνια σπαρτιατική ηγεμονία, η οποία ωστόσο αποδείχθηκε βραχύβια. Λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., η Πελοπόννησος, με την εξαίρεση της Σπάρτης, τέθηκε ουσιαστικά υπό τον έλεγχο των Μακεδόνων. Έτσι, οι Πελοποννήσιοι, «πλην Λακεδαιμονίων», συμμετείχαν, από κοινού με τους υπόλοιπους Έλληνες, στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας. Από τις αρχές του 3ου και έως τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου κυριάρχησε η Αχαϊκή Συμπολιτεία, η οποία όμως δεν μπόρεσε τελικά να αντισταθεί στη ρωμαϊκή επέλαση.

Ως επαρχία του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους

Το 146 π.Χ., η Πελοπόννησος κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395 μ.Χ., αποτέλεσε επαρχία του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. Άρχισε, έτσι, η μακρά βυζαντινή περίοδος, η οποία σφράγισε τη χριστιανική κληρονομιά του τόπου. Εξάλλου, ο δεσμός της Πελοποννήσου με τον χριστιανισμό υπήρξε ευθύς εξαρχής ισχυρός, καθώς κατά τη διάρκεια των μεγάλων περιοδειών του, στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε δύο φορές την Κόρινθο και απηύθυνε ισάριθμες επιστολές προς τους κατοίκους της, οι οποίες αναδείχθηκαν σε θεμελιακά κείμενα της χριστιανικής πίστης. Τον 7ο και τον 8ο αιώνα, η Πελοπόννησος δέχθηκε εισβολές σλαβικών φύλων, τα οποία εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της. Οι πληθυσμοί αυτοί σταδιακά εξελληνίστηκαν. Άφησαν, όμως, στο μεταξύ το γλωσσικό τους αποτύπωμα σε πολλά τοπωνύμια. Αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, ξεκινά η εποχή της λατινοκρατίας στην Πελοπόννησο, τα κατάλοιπα της οποίας παραμένουν ευδιάκριτα στα φράγκικα κάστρα που υπάρχουν διάσπαρτα ιδίως σε περιοχές κοντά στη θάλασσα. Λίγο μετά τα μέσα του 13ου αιώνα, οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να θέσουν και πάλι υπό τον έλεγχό τους το νοτιοανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου. Εκεί δημιουργήθηκε ο πυρήνας του Δεσποτάτου του Μυστρά, το οποίο, ως εξάρτημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σταδιακά κατόρθωσε να εξουσιάσει σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο. Το 1449, στον Μυστρά στέφθηκε τελευταίος αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, πριν αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, την οποία τέσσερα χρόνια αργότερα υπερασπίστηκε μέχρι θανάτου απέναντι στον πορθητή Μωάμεθ Β΄. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης ακολουθήθηκε πολύ σύντομα από την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, με εξαίρεση ορισμένα φρούρια, τα οποία παρέμειναν για λίγο στα χέρια των Βενετών, πριν περάσουν σε εκείνα των Οθωμανών. Οι Βενετοί επανήλθαν στα τέλη του 17ου αιώνα, καταλαμβάνοντας ολόκληρη την Πελοπόννησο, στην οποία το 1688 εγκαθίδρυσαν το βασίλειο του Μορέως. Ωστόσο, το 1715, οι Οθωμανοί ανακατέλαβαν την Πελοπόννησο, η οποία αποτέλεσε και πάλι οθωμανική επαρχία, αρχικά με πρωτεύουσα το Ναύπλιο και από το 1786 την Τριπολιτσά.

Η επαναστατική φλόγα του Μοριά

Το 1770, οι Έλληνες της Πελοποννήσου, όπως και άλλων περιοχών του ελλαδικού χώρου, εξεγέρθηκαν εναντίον των Οθωμανών. Η επανάσταση κηρύχθηκε στο Οίτυλο της Μάνης. Τα Ορλωφικά, όπως έμειναν γνωστά από το επώνυμο των Ρώσων αδελφών Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ, που την υποκίνησαν, κατέληξαν σε ήττα των Ελλήνων, καθώς, παρά τις υποσχέσεις, η Ρωσία δεν παρενέβη δυναμικά για την υποστήριξη των επαναστατών. Η καταστολή της εξέγερσης συνοδεύτηκε από βιαιότητες των Οθωμανών εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού της Πελοποννήσου, οι οποίες όμως δεν έκαμψαν το εθνικό του φρόνημα. Την άνοιξη του 1821, η Πελοπόννησος υπήρξε η πρώτη περιοχή του κυρίως ελλαδικού χώρου στην οποία μεταλαμπαδεύτηκε η επαναστατική φλόγα που είχε ανάψει λίγες εβδομάδες νωρίτερα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Αμέσως αναδείχθηκε στο σημαντικότερο κέντρο του απελευθερωτικού αγώνα. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι συστηματικότερες προσπάθειες αντεπίθεσης των Οθωμανών, από την εκστρατεία του Δράμαλη το 1822 μέχρι εκείνη του Ιμπραήμ το 1825-1827/8, είχαν ως κύριο στόχο την Πελοπόννησο. Στις παρυφές των ακτών της διεξήχθη τον Οκτώβριο του 1827 η καθοριστική ναυμαχία του Ναβαρίνου, η οποία σφράγισε την πορεία προς την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Το Ναύπλιο επιλέχθηκε ως πρώτη πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας: εκεί αποβιβάστηκε στις αρχές του 1828 ως κυβερνήτης ο Ιωάννης Καποδίστριας, αλλά και εκεί δολοφονήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1831 από μέλη της ισχυρής μανιάτικης οικογένειας Μαυρομιχάλη.

Ως οργανικό τμήμα του ελληνικού κράτους, ακολούθησε έκτοτε την ιστορική του διαδρομή. Κι αν από άποψη γεωγραφική κατά κάποιον τρόπο αποκόπηκε από τον κυρίως ελλαδικό κορμό λόγω της διάνοιξης της διώρυγας της Κορίνθου το 1893, δεν έπαψε να πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις που σχετίζονται με τη γενικότερη πορεία της Ελλάδας.

*Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 180.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών