Καλοκαίρι, των μικρών και μεγάλων αποδράσεων, της γνωριμίας με νέους τόπους, νέες γεύσεις, τοπικά πιάτα. Ταξιδεύεις κάπου με την προσδοκία να σου αρέσει και να θες να ξαναπάς. Γι’ αυτό πρέπει ο τόπος να σου δίνει τα καλύτερά του, να μην εκπέμπει λάθος πληροφορίες, ισοπεδώνοντας έτσι την εικόνα του. Όσο πιο πολλή αλήθεια μοιράζεσαι, τόσο πιο πολλή αλήθεια παίρνεις. Αλλιώς πώς; Θα μείνουμε στον κανόνα των εστιατορίων/τουριστοπαγίδων περασμένων δεκαετιών; Θα μείνουμε στους τουρίστες με τα βραχιολάκια, που τρώνε σε κουζίνες ξενοδοχείων, όπου δεν περνά το κατώφλι ούτε μαϊντανός ελληνικός;

Είναι μια λεπτή γραμμή που καλό είναι να μην ξεπερνιέται, κυρίως όταν επέρχεται σαν λαίλαπα η μαζικοποίηση και ο τουρισμός δουλεύει σαν αλεστική μηχανή. Ευθυνόμαστε για τη λάθος πληροφορία που παίρνει ο επισκέπτης από τον τόπο μας. Για τους ανεπεξέργαστους, αληθοφανείς μύθους, τις ανούσιες λεπτομέρειες, την εφήμερη εικόνα που δημιουργείται αποκλειστικά για εφήμερη κατανάλωση στα social media.

Με αφύπνιση συνείδησης και ενημέρωση μπορούν να αρθούν οι παρανοήσεις και να ισχύσει το σολωμικό «εθνικόν και αληθές» στην ελληνική γαστρονομία. Είναι ωραίο να έχουμε στόχους. Να εργαζόμαστε συλλογικά για να τους κατακτήσουμε. Αν, για παράδειγμα, θέλουμε να εμφανιζόμαστε στην τουριστική αγορά ως γαστρονομικός προορισμός, πρέπει η γαστρονομία μας να είναι εμφανής. Πρέπει η αλυσίδα της εστίασης να έχει όλους τους κρίκους της: την παραγωγή και την τυποποίηση, την καλή μαγειρική, την πίστη στην παράδοση, την έρευνα και την πρωτοπόρο ή όχι δημιουργία. Στην πράξη είναι που πρέπει να αποδεικνύεται αυτό που ισχυριζόμαστε πως είμαστε. Γιατί ισχύει πάντα το «αὐτοῦ γὰρ καὶ Ῥόδος καὶ πήδημα»¹.

Αυτά σκεφτόμουν τις προάλλες που βρέθηκα ως καλεσμένος στην ενδιαφέρουσα παρουσίαση ενός νέου project του ξενοδοχείου Rodos Palace. Είναι η απάντηση του ιστορικού ξενοδοχείου -45 χρόνων ήδη και πλήρως ανακαινισμένο- στο «βραχιολάκι», στη σύγχρονη πληγή του all inclusive. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει γευστικό ταξίδι γνωριμίας, επιτόπιες επισκέψεις σε χώρους όπου παράγεται και αναδεικνύεται η πλούσια γαστρονομία της Ρόδου: έναν συνεταιρισμό γυναικών στα Απόλλωνα, τοπικά οινοποιεία, κρυμμένες ταβέρνες, σαν την Παράγκα που αυτοχαρακτηρίζεται «ελληνικό μαγειροτεχνείο», ούζα, σούμα, θαλασσινούς μεζέδες, μια όμορφη Ρόδο, με τα βουνά και τα λαγκάδια της, την ιταλική και τη μικρασιατική της επιρροή…

Αναρωτιέμαι αν ένας μικρός τόπος μπορεί να είναι αφ’ εαυτού του γαστρονομικός προορισμός. Ίσως όχι, αν δεν παράγει τουλάχιστον ένα προϊόν που να ’χει σπάσει τα σύνορα. Αν δεν αποτελεί μέρος ενός αλληλοσυμπληρωνόμενου γαστρονομικού συνόλου. Η Ρόδος είναι κομμάτι της γαστρονομικής ενότητας των Δωδεκανήσων, με τις γάργαρες και νόστιμες γεύσεις κι εκείνο το κελάρυσμα στον ουρανίσκο, που έρχεται και δένει με την τραγουδιστή γλώσσα και την ομορφιά των νησιών και των κατοίκων τους.

Μέσα σε 30 ώρες πήρα μια καλή γεύση κι έφυγα με την αίσθηση μιας πληρότητας και μιας λαχτάρας να ξανάρθω. Αυτό άλλωστε θέλουμε από έναν τόπο: να σε κάνει να θες να ξαναπάς! 

¹ «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» στα Νέα Ελληνικά, από τον «Πένταθλο Κομπαστή», του Αισώπου, προς όσους οφείλουν να αποδείξουν αυτά για τα οποία καυχιούνται.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών
MHT