Δεν μ’ αρέσει τόσο πολλή ζάχαρη, οι χαλβαδόπιτες μου φαίνονται ότι λιγώνουν κι όσο για τα λουκούμια, μμμ, παραείναι μεγάλα, παραείναι μικρά, μπουκίτσες δεν έχει; Το φυστίκι είναι ολόκληρο; Το μύγδαλο ψημένο ή όχι; Θα μπορούσα να τα σκεφτώ όλα αυτά και να τα πω, και ν’ αρχίσω την γκρίνια και τη μουρμούρα μέσα στο λιμάνι της Σύρου. Δεν το κάνω, δεν μου περνάει από το μυαλό να το κάνω. Γιατί εδώ, μ’ έναν τρόπο που μόνο η μουσική και η φύση μπορούν να επιτύχουν, το γλυκό λουκούμι σού φέρνει αυτόματα στον νου, με ταχύτητα αστραπιαία και δίχως σκέψη, το «Αγγελοκαμωμένη μου και λαμπαδόχυτή μου, ομορφονιά της μάνας σου και συντροφιά δική μου» του Μάρκου Βαμβακάρη – οι μυρωδιές της άχνης και του τριαντάφυλλου, η λαστιχάτη γέμιση της χαλβαδόπιτας λιώνουν μπροστά στον Μάρκο, θαρρείς και ζυμώθηκαν όλα τα λουκούμια του νησιού και πασπαλίστηκαν από σύννεφα ζάχαρης, για να μπορέσει εκείνος να ονειρευτεί στο μυαλό του τη λέξη «αγγελοκαμωμένη», να τη γράψει και να την τραγουδήσει. Αυτός, ένας καθόλου ρόδινος άντρας.

Και να ήταν η μόνη λέξη του που καρφώνεται στην καρδιά και στη σκέψη και μεταμορφώνει τα πάντα. Και πίσω από όλα βρίσκεται αυτό το ξεχωριστό νησί, λίγο απόμακρα υπερήφανο, μη παραδομένο, μη καταπατημένο. Οι μυρωδιές στους ταρσανάδες και στη Σχολή, ο καθολικισμός, η Ερμούπολη ψηλά, η γκλοριόζα πλατεία, οι σκιές στους διαδρόμους και στις αλέες του παλιοκαιρινού «Ερμή», τα Καράβια που σου κόβουν τη μιλιά. Εκεί στα Καράβια, κοιτάς γύρω για να πιστέψεις όσα βλέπεις. Κυρίως να εξηγήσεις το φως, όχι τον ήλιο των Κυκλάδων, στεγνό και αποκαλυπτικό, αλλά το φως πάνω από τη Σύρο, που είναι ανεκτικό και τρυφερό, το φως της αποδοχής. Ροδίζει τους σοβάδες, γλυκαίνει το μπλε του νερού, μαλακώνει τους ασβέστες, φωτίζει τα αρχοντόσπιτα, ανυψώνει τα ταπεινά.

Είναι σαν να ίπτασαι πάντα στη Σύρο, λίγο πάνω από το έδαφος, πιο ψηλά από τον βηματισμό στο χώμα και στις πλάκες. Σου δίνει αέρα κι όχι μελτέμι τρελό, που σου παίρνει το μυαλό, σου δίνει ανάσες. Μπορεί να ’ναι η τέχνη και τα πάθη του Βαμβακάρη –«Γαλησσά και Ντελαγκράτσια και ας μου ’ρθει συγκοπή»– από τη μια και από την άλλη η πικρή μελαγχολία του Μάνου Ελευθερίου. Με αυτούς τους δύο στα ώτα και στα όμματα, να τη βλέπουμε και να την αγγίζουμε. Κι ας λιγώνουν οι χαλβαδόπιτες, από Βαμβακάρη και Ελευθερίου ποτέ κανείς δεν χαλάστηκε.

*Απόσπασμα στίχου του Μάνου Ελευθερίου.

                                             Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Σεπτεμβρίου, τεύχος 173.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών