«Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει. Το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά, παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της, φορούσε παντόφλες, αλλά ήταν πολύ μεγάλες – αφού ανήκαν στη μητέρα της– και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας τον δρόμο για να αποφύγει δύο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του».

Από το 1845 μέχρι σήμερα, τα δάκρυα που συνόδευαν την ανάγνωση της ιστορίας του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν δεν στέρεψαν ποτέ. Τόσο που πολλές μαμάδες από αυτές που θεωρούν ότι το παιδί τους δεν πρέπει να εκτίθεται σε συναισθήματα φόβου ή λύπης έχουν αποπέμψει τον Άντερσεν από το προσκεφάλι τους. Ή πάλι, κι αυτή την εκδοχή έχω ακούσει, αποδίδουν την επιλογή του μικρού παιδιού να φύγει από τη ζωή ακολουθώντας τη λάμψη των λιγοστών σπίρτων στην πείνα του και στη μυρωδιά της ψητής χήνας μέσα στο καλοστρωμένο τραπέζι που δεν θα αγγίξει ποτέ.

Όμως θα πέθαινε κανείς για μια ψητή χήνα σε ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι αν ένιωθε την αγάπη γύρω του, αν τον αναζητούσε κάποιος αγαπημένος, αν είχε έστω κουρέλια να τον τυλίξει και ξεροκόμματα να τον ταΐσει; Την απώλεια του μαζί, την έλλειψη της αγάπης θρηνούμε κάθε φορά που διαβάζουμε «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα». Όχι τις χήνες, ούτε τα κουδουνιστά κρύσταλλα, τα στολισμένα δέντρα και τις βελουδένιες κουρτίνες. Ήταν ξένο, μακριά από το «μαζί», την αγκαλιά και τη ζεστασιά όσων την αγαπούσαν, τη φροντίδα και τα χάδια.

Κι αν κάτι αυτές τις μέρες, μέρες γιορτής, αξίζει να βρίσκεται πίσω από κάθε χειρονομία μας είναι η επιθυμία να δείξουμε τρυφεράδα και έγνοια. Αυτά ζεσταίνουν χέρια και καρδιές, πέρα από το στομάχι. Αυτά κάνουν την πιο ταπεινή τραχανόσουπα να γίνεται βάλσαμο και παρηγοριά. Δελεαστικά τα σπάνια και τα πολύτιμα, αλλά πόσο να πετύχουν αν ακολουθείς κατά γράμμα τη συνταγή ανόρεχτα και διεκπεραιωτικά ή, ακόμa τρισχειρότερο, βαρυγκομώντας για τους καλεσμένους που σου φορτώθηκαν;

Το φαγητό είναι μοιρασιά, είναι σαν τον έρωτα, σαν την αγάπη. Είναι προϋπόθεση το μοίρασμα για να γεμίσει την καρδιά και όχι μόνο το στομάχι. Πολύ περισσότερο όταν δίπλα μας όλο και πληθαίνουν αυτοί που δεν έχουν πατρίδα, δεν έχουν τίποτε έξω από όνειρα, συχνά άπιαστα, άπιαστα όσο το αυτονόητο.

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Δεκεμβρίου, τεύχος 164. 

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών