Οι Σκωτσέζοι λένε, πολύ σωστά, ότι δεν πρέπει να πίνει κανείς νερό, γιατί σκουριάζει. Γι’ αυτό υπάρχει η λύση της μπίρας. Από τη μία, οι μικρές και μεσαίες ζυθοποιίες στη χώρα μας βρίσκονται σε μεγάλη άνθηση τόσο ποιοτικά, όσο και από πλευράς αριθμού και συνολικής κατανάλωσης. Από την άλλη, πολλοί εστιάτορες επιλέγουν, για εμπορικούς λόγους, την αποκλειστική συνεργασία με έναν προμηθευτή μπίρας, περιορίζοντας δυσάρεστα τις επιλογές του πελάτη. Εκεί που συμπλέουν, δυστυχώς, μικροί και μεγάλοι παραγωγοί είναι στη σμίκρυνση της συσκευασίας.

Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι κάποτε υπήρχαν μόνο μπουκάλια του μισού λίτρου (πριν από πολλά χρόνια ήμουν σε ένα καπηλειό στην Ταϊπέι και μας έφεραν, με το που καθίσαμε και χωρίς να μας ρωτήσουν, ένα υπέροχο καφασάκι με έξι μπουκάλια των 750 ml!). Τώρα οι φιάλες συνέχεια μικραίνουν και είναι θέμα χρόνου η μπίρα να σερβίρεται σε σφηνάκι.

Εκεί που τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο είναι στο κρασί. Αρχίζοντας από το γεγονός ότι, παρά την πρόοδο και την εξέλιξη της εστίασης, τα περισσότερα εστιατόρια ή ταβέρνες που έχουν σαμπανιέρες (πολλά δεν έχουν καν) τις φέρνουν με σκέτα παγάκια. Στο σχολείο, στο μάθημα της Φυσικής, δεν διδάσκουν δυστυχώς την πρακτική γνώση ότι, για να διατηρηθεί παγωμένη μια φιάλη, πρέπει να τοποθετείται σε μια σαμπανιέρα με παγάκια και νερό. Επειδή δε αυτό που εννοούν οι κρασάδες όταν λένε «σερβίρετε/αι σε θερμοκρασία δωματίου» διαφέρει από τη θερμοκρασία περιβάλλοντος, ειδικά το καλοκαίρι, ο cognoscente θα ζητήσει σαμπανιέρα και για το κόκκινο κρασί. Ένα τέτοιο αίτημα συχνά αντιμετωπίζεται, στην καλύτερη περίπτωση, με απορία από τον συμπαθή σερβιτόρο. Γενικά τα κρασιά έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο, αφού μόλις πριν από τρεις δεκαετίες ο Χρίστος Ζουράρις έγραφε στον Δειπνοσοφιστή ότι «η ποιότητα των κρασιών μας, όπως αυτά φθάνουν στο τραπέζι μας, αγγίζει την αθλιότητα». Ακόμη και σήμερα όμως, η αλυσίδα διακίνησης, αποθήκευσης και ο τρόπος σερβιρίσματος συχνά προκαλούν σημαντική ζημιά στο περιεχόμενο.

Πάλι για εμπορικούς λόγους, και ιδιαίτερα στα μεσαία στρώματα της εστίασης, είθισται το μαγαζί να κερνάει ένα, συνήθως απερίγραπτης αθλιότητας, γλυκό και ένα ακόμη χειρότερο digestif, όπως π.χ. μαστίχα, ρακόμελο ή κάποιο ηδύποτο που θυμίζει έντονα παιδικό αντιβιοτικό. Προφανώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, όταν ο φίλος ιδιοκτήτης – μάγειρας φέρνει ένα υπέροχο παλαιωμένο τσίπουρο ή μια εξαιρετική grappa. Επειδή όμως αυτό συμβαίνει σπάνια στη δική μου περίπτωση, το κέρασμα παγίως καταλήγει στην κοντινότερη γλάστρα.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ», τεύχος 1044.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών