Βράδυ γλυκό, ιδανικό για περπάτημα και χάζι, πήραμε την 5η Λεωφόρο, χαζέψαμε στις διάσημες μπουτίκ, πετύχαμε ανοιχτό ακόμη το Barnes & Nobles, όπου και σταματήσαμε να δούμε τις νέες κυκλοφορίες βιβλίων, και φτάσαμε στη Union Square, όπου σουλατσάραμε λίγο μαζί με τους περαστικούς υπό τη σκιά των αγαλμάτων του Λίνκολν, του Ουάσινγκτον και του Γκάντι. Ένα πάρκο-πηγή ζωής στη μέση της πιο ζωντανής, κουλτουριάρικης συνοικίας, του Βίλατζ. Εδώ κάθε Σάββατο λειτουργεί και μια λαϊκή αγορά εκλεκτών προϊόντων που αξίζει να επισκεφτεί κανείς.
Το σκηνικό τριγύρω πολύ χαλαρό. Κάποιοι ξαπλωμένοι συζητούν χαμηλόφωνα, μια παρέα με παιδιά λυκείου –μάλλον– παίζουν μουσική, τραγουδούν και χορεύουν και πιο πέρα ένα νεαρό ζευγάρι απολαμβάνει το ποτό του στο παγκάκι.
Βγαίνοντας από το πάρκο και λίγο πιο κάτω, βρισκόμαστε σε μια γειτονιά κυρίως με εστιατόρια, όχι κολλητά μεταξύ τους, ήσυχα, με υπέροχο διάκοσμο. Μοιάζει περισσότερο οικιστική η περιοχή. Φαρδιά πεζοδρόμια, όμορφα και ομοιόμορφα κτίρια στη σειρά και ψηλά φανάρια φέγγουν γλυκά στον δρόμο. Στο νούμερο 72 University Pl βρίσκεται ο προορισμός μας. Για το τελευταίο μας βράδυ ήθελα η εμπειρία να είναι ξεχωριστή. Ψάχνοντας, διαβάζοντας κριτικές, επιλογές και προτάσεις των οδηγών της Νέας Υόρκης, κατέληξα στο NIX, το μοναδικό χορτοφαγικό εστιατόριο στις ΗΠΑ με αστέρι Michelin. Ο αντίλογος μέσα μου έλεγε «μα από τα άπειρα εστιατόρια που έχει η Νέα Υόρκη, αυτό ζήλεψα;». Λίγο τα ονόματα των ανθρώπων πίσω από το εγχείρημα, λίγο η περιέργειά μου, λίγο η διάθεση να δοκιμάσω μια ολοένα επεκτεινόμενη τάση στην πηγή της και από τους καλύτερους του είδους, ήταν αρκετά για να δικαιολογήσουν μέσα μου την επιλογή. «Πρόκειται για ένα εστιατόριο χορτοφαγικό, όπου εξυμνούμε τη νοστιμιά των λαχανικών, την κορυφή της διατροφικής μας πυραμίδας», σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες, τον σεφ Τζον Φρέιζερ και τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή της Conde Nast, Τζέιμς Τρούμαν. Ήμουν πολύ επιφυλακτική ως προς το φαγητό που θα δοκιμάζαμε και πόνταρα στην έκπληξη. Το μαγαζί πολύ φιλικό και οικείο, απλό, χωρίς ιδιαίτερες φιοριτούρες, με απαλό φωτισμό και εξυπηρετικό προσωπικό. Με το που τακτοποιηθήκαμε στο τραπέζι μας, ήρθε η λίστα με τα σπιτικά κοκτέιλ, μικρή και εντυπωσιακή – και εδώ πρωταγωνιστούν τα λαχανικά και τα καρυκεύματα. Δοκιμάσαμε το σπιτικό μαρτίνι –πρόταση όλων των οδηγών πόλης– που το φτιάχνουν με βότκα και αντί για ελιά συνοδεύεται από ένα κλαράκι φρέσκο θυμάρι. Για ορεκτικό πήραμε διάφορες σαλάτες-αλείμματα, που συνοδεύονταν από το φρεσκοψημένο ψωμί tandoor. Μελιτζανοσαλάτα με καβουρδισμένο κουκουνάρι, άλειμμα πιπεριάς με καρύδια, σπιτικό χούμους με μαροκινό μείγμα μπαχαρικών και ντιπ από αβοκάντο με τζίντζερ και μέντα. Πεντανόστιμα πιάτα, γεύσεις οικείες σε εμάς, σε εκπληκτική απόδοση. Νιόκι πατάτας περασμένα από το τηγάνι, με παπαρουνόσπορο και ξύσμα λεμονιού. Ποίημα. Όπως και το κουνουπίδι τηγανητό σε τεμπούρα με καπνιστή πάπρικα, μαζί με τα ψωμάκια ατμού.
Φεύγοντας, περπατήσαμε την ίδια διαδρομή πίσω προς το ξενοδοχείο και, αναλογιζόμενη τις γεύσεις που δοκιμάσαμε, το μυαλό μου πήγε σε αγαπημένα μου ελληνικά φαγητά, όπως τα άγρια χόρτα με παρθένο ελαιόλαδο και μπόλικο λεμόνι, το αξεπέραστο ιμάμ, τα λαδερά φασολάκια, τα τηγανητά κολοκυθάκια ή την πολίτικη μελιτζανοσαλάτα ή ακόμα τη σαλάτα ντομάτα με κρεμμύδι και φρέσκο ζυμωτό ψωμί. Και καταλήγω στο ότι τελικά η χορτοφαγία είναι στο DNA μας, απλώς κάποιοι άλλοι την έκαναν trend.
*To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Αυγούστου, τεύχος 160.