Το όνομα «Stavros» ήταν δημοφιλές στις αγγλόφωνες περιοχές του πλανήτη, όχι μόνο διότι αυτό ήταν το όνομα του αδερφού του τηλεοπτικού τιτέκτιβ Kojak, αλλά κυρίως διότι ένας κανονικός Σταύρος κυκλοφορούσε ανάμεσά τους. Ο δικός μου μετανάστευσε στην Αμερική το ’64. Εγκαταστάθηκαν με τη θεία μου την Άννη, αδελφή του πατέρα μου, και δύο από τα τρία τους παιδιά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Το τρίτο έμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι μιας άλλης αδελφής του πατέρα μου, μέχρι τα πράγματα στην Αμερική να πάρουν τον δρόμο τους.

Εκεί, συγγενείς τούς υποδέχθηκαν και τους βοήθησαν να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή. Με σκληρή δουλειά έστησαν το δικό τους μαγαζί, ένα ωραίο γωνιακό ισόγειο με τζαμαρίες σε φαρδύ πεζοδρόμιο, τέλειο για ταχυφαγείο. Έξι το πρωί με εννέα το βράδυ η απασχόληση, δούλευε όλη η οικογένεια, ο καθείς όπως μπορούσε, δούλευε ο Ντιουκ γενικώς στην κουζίνα, τριανταπεντάχρονος Αφροαμερικανός, παντρεμένος με μια φυσική κοκκινομάλλα με φακίδες και πατέρας ενός πεντάχρονου κουκλιού με κοτσιδάκια, ο Ιταλός Φρανκ, γενικών καθηκόντων υγιεινής και καθαριότητας, σαρανταπεντάρης, αμφότεροι υπερκινητικοί. Οι πελάτες, Λατίνοι, Ασιάτες, Ευρωπαίοι, Αφρικανοί και όλοι οι συνδυασμοί τους. Και βέβαια, Έλληνες από κάθε γωνιά της πατρίδας. Φιλοξενήθηκα όλο τον Αύγουστο του ’74 από τους θείους μου. Πέρασα πολλές ώρες στο μαγαζί. Ήμουν δεκαπέντε και ενθουσιασμένος, γιατί ήμουν μέλος ενός πολυπολιτισμικού μικρόκοσμου. Παιδιά και εγγόνια έσπειραν τους καινούργιους Σταύρους. Είμαστε όλοι ξένοι και όλοι συγγενείς.

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Οκτωβρίου, τεύχος 162.  

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών