Το εστιατόριό του είχε βραβευθεί δεκάδες φορές, η μαγειρική του είχε υμνηθεί σε γαστρονομικούς και ταξιδιωτικούς οδηγούς, το χωριό του είχε συνδεθεί με την υψηλή κουζίνα. Εκείνος έκανε το Ξυνό Νερό προορισμό καλοφαγάδων, και δεν υπήρχε επισκέπτης που να περάσει από την περιοχή και να μην φάει στον Κοντοσώρο. Ο Νίκος Κοντοσώρος έφυγε σήμερα 4 Απριλίου, μετά από χρόνια μάχη με τον καρκίνο.
Η ταπεινότητά του υποδειγματική. «Φαγάκια» έλεγε ότι έφτιαχνε, κι ας ήταν φινετσάτα καλοδουλεμένα εδέσματα που έπαιρναν διακρίσεις. Πρεσβευτής της πλούσιας χειμωνιάτικης κουζίνας της Δυτικής Μακεδονίας, την έφερε στο προσκήνιο στην πιο κομψή έκφρασή της. Τάιζε τους επισκέπτες του χειμωνιάτικες σούπες, κρεατικά ντόπια, ανοιχτές πίτες και βέβαια σουτ μακαλό, μια μακεδονίτικη συνταγή με μοσχαρίσιους κεφτέδες, φίνα λευκή σάλτσα και σαφράν. Όπου του ταίριαζε έβαζε και από μια πιπεριά Φλωρίνης. «Στην περιοχή φυτρώνει η πιπεριά, άρα οι προτάσεις μου θα έχουν πιπεριά», δήλωνε παλιότερα σε συνέντευξη στο «Γ». Στα 23 του εργαζόταν στο οινοποιείο του Συνεταιρισμού στο Αμύνταιο και ήταν περίπου τότε που αποφάσισε να μπει στην εστιατορική. Δεν υπήρχε άλλο εστιατόριο στην περιοχή κι έτσι άνοιξε ένα δικό του, μαζί με την αμέριστη στήριξη της γυναίκας του. Η πεθερά του, Μαριάνθη, εξαιρετική μαγείρισσα βοηθούσε για χρόνια. Αυθεντική τοπική κουζίνα σέρβιραν από την αρχή. Με ό,τι έδινε ο τόπος καταπιανόταν στη μαγειρική του: κυδώνια, μανιτάρια, όσπρια, κρεατικά και φυσικά πιπεριές. Σεβόταν τον τόπο και την παράδοσή του, την έκανε σύγχρονη χωρίς να αλλοιώσει τον χαρακτήρα της στο ελάχιστο. Μια κουζίνα που μόνο οι ντόπιοι γνώριζαν, στα μάτια των επισκεπτών φαινόταν εξωτική, ξεχωριστή. Το εστιατόριό τους δεν είχε να ζηλέψει τίποτα τα διαμαντάκια που συναντά κανείς στην γαλλική και ισπανική επαρχία. Ως μάγειρας δεν σταμάτησε ποτέ να εκφράζει την αγάπη που είχε στο κρασί και ιδιαίτερα σε αυτό της περιοχής. Πάντα θα έπινες κάτι εξαιρετικό στο μαγαζί του. Μπορεί κανείς να πει πως ήταν μια ταβέρνα στο πουθενά, αλλά το κελάρι του Κοντοσώρου θα το ήθελαν πολλά αθηναϊκά μαγαζιά. Αυτός ήταν και γνώστης, ήταν και στην πηγή, στο Αμύνταιο με τα θαυμάσια Ξινόμαυρα. Πάνω από το εστιατόριο είχε φτιάξει έναν μικρό ξενώνα, για να μένουν ή απλώς να ξεκουράζονται λίγη ώρα οι πελάτες του.
Ευγενικός, με μια φυσική συστολή που σπάνια συναντά κανείς στους γεμάτους αυτοπεποίθηση μάγειρες, με χαμόγελο και σιγανή φωνή. Αν τύχει και σε σέρβιρε για να σε περιποιηθεί, ακουμπούσε όλα τα πιάτα αθόρυβα στο τραπέζι, και με χαμόγελο. Έτσι ήταν την τελευταία φορά που τον είδαμε και έτσι θα τον θυμόμαστε πάντα.
Μια από τις εμβληματικότερες συνταγές του Σουτ Μακαλό