Το Κολωνάκι είναι πάντα το Κολωνάκι. Αλλάζει όμως. Περιοχή με αστικό χαρακτήρα, που έχει γράψει το δικό της κεφάλαιο στο βιβλίο της αθηναϊκής εξόδου, συνεχίζει με στέκια κλασικά που κρατάνε χρόνια και χρόνια αλλά και με νέες αφίξεις που ακολουθούν το κλίμα της εκάστοτε εποχής. Ευέλικτοι μεγάλοι ή πιο μικροί χώροι που ξεκινάνε από νωρίς και λειτουργούν ως μπαρ-εστιατόρια αργότερα, γωνιές για χαλαρό ποτό μετά το γραφείο, φαγητό διαφόρων τύπων, mainstream μαγαζιά που ανεβάζουν τα ντεσιμπέλ με την πρώτη ευκαιρία, στέκια κολλητά κι άλλα πιο απομονωμένα καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες, από επαγγελματικά ραντεβού μέχρι αποφόρτιση ή/και διασκέδαση.
Αυτό το κομμάτι του κέντρου που όλο και προσθέτει στα προϋπάρχοντα καινούργια σκηνικά και γεύσεις, τους τελευταίους μήνες είδε αρκετές αφίξεις. Παρότι η πραγματικότητα της πανδημίας και η βόμβα των περιοριστικών μέτρων μετρίασαν την κινητικότητα τις μέρες των γιορτών, τώρα, μετά την (πάμε άλλη μια) άρση των περιορισμών, παλιοί και άρτι αφιχθέντες παίρνουν τα πάνω τους. Μια βόλτα να κάνεις μεσοβδόμαδα, που είναι πιο ήσυχα, ή και το Σαββατοκύριακο, που τα τραπέζια γεμίζουν με κόσμο ‒μέσα ή και στα πεζοδρόμια, όταν ο καιρός το επιτρέπει‒, βλέπεις ότι ζωντανεύει σιγά-σιγά το πράγμα. Οι νεοφερμένοι, σε χώρους που αλλάξαν χέρια ή σενάρια, διασκορπισμένοι σε διάφορους δρόμους, απευθυνόμενοι τόσο σε παλιούς λάτρεις της περιοχής και καινούργιους επισκέπτες, διεκδικούν μερίδιο της πίτας και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από εμπειρία ή από ένστικτο, κινούνται στην κολωνακιώτικη γραμμή.
Το Brutus Tavern της Λεβέντη
Στον χώρο που το στεγάζει έχουν σταθμεύσει διάφορα μαγαζιά, με τελευταία το Nikkei και το Patpong. Η αλλαγή πάντως του πήγε πολύ. Τα σπασμένα λευκά πλακάκια με τα χρυσά γεμίσματα που καλύπτουν τους τοίχους, τα κλασικά έπιπλα, οι καρέκλες με τις χρυσές λεπτομέρειες, το έξυπνο μερικό «σκοτείνιασμα» του κατά τα άλλα φωτεινού ταβανιού, δένουν ωραία σε ένα ντεκόρ που ανακατεύει στην παλέτα του Παρίσι, Νέα Υόρκη και Λονδίνο, πολυτελές και λίγο… αυθάδικο, λίγο dark. Ο Μιχάλης Νουρλόγλου, που επιμελείται το μενού, κι ο επί χρόνια συνεργάτης του Στέφανος Ρίζος, που έχει αναλάβει την κουζίνα, προτείνουν διάφορες κοπές, ράτσες και ωριμάνσεις για τους λάτρεις των steaks, αλλά το κρέας στην προκειμένη έχει πολλά κι ενδιαφέροντα πρόσωπα. Στο μενού θα συναντήσετε μεδούλι πάνω σε κράκερ με κρέμα μαϊντανού και καψαλισμένο κρεμμύδι, ταρτάρ από σιτεμένη μοσχίδα ελληνικής εκτροφής με κρέμα χρένου, μια «πίτα» με γέμιση από μοσχαρίσια ουρά, μανιτάρια και μπεσαμέλ από τυρί comté, που κλείνεται από πάνω με μια τραγανή μπισκοτένια ζύμη, ζυμαρικά, ωραία μπεργκεράκια, κεμπάπ και πολλά ακόμη. Θα τα συνοδεύσετε με κρασιά από τον ελληνικό και τον νεοκοσμίτικο αμπελώνα. Ένα πλήρες δείπνο θα σας κοστίσει από 50€ και πάνω, κατ’ άτομο χωρίς το κρασί.
Λεβέντη 3, Κολωνάκι, Τ/210-72.40.453
Ωράριο: Καθημερινά 19:00-1.00.
To Φorte της Χάρητος
Τα ξύλινα έπιπλα, τα γήινα χρώματα, τα ψάθινα τετράγωνα καθίσματα καρέκλας καφενείου, αραδιασμένα στη σειρά στον τοίχο, δίνουν ζεστή αίσθηση στον χώρο, το φαγητό συνδυάζει Ελλάδα και Μέση Ανατολή κι ο DJ κινείται με άνεση στο ελαφρύ ρεπερτόριο, πιο ήσυχα ή πιο ξεσηκωτικά ανάλογα με την ώρα και την ημέρα, θυμίζοντας πιο ανέμελες, ποικιλοτρόπως, εποχές. Το κοσμικό Κολωνάκι πάντα αγαπούσε τα ελληνικά. Ο σεφ Δήμος Μπαλόπουλος, δυνατός στα πιο γαστρονομικά του, με ενδιαφέροντα δείγματα γραφής και στο πεδίο «comfort food», υπογράφει το μενού δείχνοντας μας μια άλλη του πλευρά. Την κουζίνα έχει αναλάβει ο Κώστας Γουλόπουλος. Εδώ θα βρείτε πιάτα που μοιράζονται, ακολουθώντας την παραδοσιακή στα μέρη μας και στην κάτω πλευρά της Μεσογείου κουλτούρα του μεζέ, που ταιριάζουν με το όλο: μουχαμάρα με καρύδια, μελάσα ροδιού και πιπεριές Φλωρίνης, μπαμπαγκανούς, ντολμαδάκια, μια τυλιχτή κρεμμυδόπιτα για την οποία έχω ακούσει τα καλύτερα, αρνίσια κεμπάπ, κοντοσούβλι από μαύρο χοίρο για όσους αγαπούν τα πικάντικα, μπορείτε να βάλετε στη μέση και φρέσκο ψάρι με σταμναγκάθι τομάτα, ελιές και μαϊντανό. Το κόστος θα κινηθεί, ανάλογα με το πόσα και τι τύπου πιάτα θα μοιραστείτε, από 30€ έως 50€ χωρίς το κρασί.
Χάρητος 43, Τ/210-72.27.771
Ωράριο:Τρίτη-Σάββατο 13:00-00:15. Κυριακή 13:00-20:00. Δευτέρα κλειστά.
To Mouton της Ξενοκράτους
Χρόνια τρώγαμε σούσι, τατάκι κι άλλα ωραία με φόντο τους ίδιους πέτρινους τοίχους στο Freud Oriental. Μεσολάβησε το Giacomo. Εδώ και λίγο καιρό όμως, το χαρακτηριστικό κτίσμα του ήσυχου κολωνακιώτικου δρόμου έχει νέο ένοικο: ένα διακοσμημένο σε γκρι-μπεζ κλασικούς τόνους wine bar-resto. Μπορεί κανείς να καθίσει στο μπαρ απέναντι από την είσοδο, στα δεξιά του οποίου βρίσκεται η walk-in κάβα, στην κεντρική αίθουσα με τα ζωγραφιστά ταβάνια, να αποτραβηχτεί στο πιο ιδιωτικό μακρόστενο πίσω κομμάτι ή να προτιμήσει τα τραπέζια έξω. Ο Γιάννης Βαγενάς έχει συγκεντρώσει πάνω από 280 ετικέτες του Παλιού και του Νέου Κόσμου σε μια λίστα-ικανό δέλεαρ για τους οινόφιλους και καμιά τριανταριά επιλογές σε ποτήρι. Στον μικρό σχετικά, αξοναρισμένο στο ταίριασμα με τα κρασιά κατάλογο του Γιώργου Σπανού, στον οποίο έχει βάλει μερικές πινελιές και ο Δημήτρης Σταμούδης, βρίσκει κανείς μικρά ή πιο μεγάλα πιάτα που κυμαίνονται από 10€ (μια μανιταρόσουπα) έως 37€ (ένα φιλέτο) για να κινηθεί αναλόγως διάθεσης. Εμείς πήραμε μια πρώτη ιδέα με τα τραγανά αραντσίνι που κρύβουν μανιτάρια με διακριτικό άρωμα τρούφας και λιωμένη πρόβολα και σερβίρονται με κρατσανιστό προσούτο και μια γευστική σάλτσα παρμεζάνας, τα όρθια (al dente μέχρι… υπερβολής) κανελόνια, τα οποία, γεμιστά με μοσχαρίσια μάγουλα και μια ιδέα ντομάτας παραπέμπουν σε παστίτσιο και την πάπια με σάλτσα από πόρτο, μανιτάρια σιτάκε και γλυκοφάγωτα baby καροτάκια. Υπάρχουν βέβαια και θαλασσινά. Aν τώρα δεν θέλετε φαγητό-φαγητό, μπορείτε να συνοδεύσετε το κρασί σας με τυριά κι αλλαντικά, από κόπα, προσούτο και φινοκιόνα μέχρι πεκορίνο με τρούφα ή παλαιωμένο λαζαρέτο.
Ξενοκράτους 21, Κολωνάκι, T/210-72.99.597. Ωράριο: 17:00-1.30. Σάββατο 13:30-1.30. Κυριακή κλειστά.
Το Kalon της πλατείας Φιλικής Εταιρείας
Την εποχή που ήταν της μόδας οι όροι «fun restaurant» και «lounge», εδώ ήταν το Central. Μετά το Block 146 και το Rock ’n’ Roll. Τώρα ο μεγάλος ημιυπόγειος χώρος της πλατείας φιλοξενεί το Kalon, που ποντάρει στην ελληνικότητα, σε κουζίνα και ντεκόρ. Μάρμαρο Τήνου στο κεντρικό μπαρ, πέτρα στους τοίχους, λαδί καναπέδες κι ελιές στις γλάστρες δίνουν τον τόνο στη σάλα, τα οβάλ τραπέζια φιλοξενούν από οικογενειακά, φιλικά και επαγγελματικά μεσημεριανά γεύματα –ο επιχειρηματικός κόσμος της περιοχής πάντα αναζητεί χώρους να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου– και τα βράδια κινούνται σε λογική bar-restaurant, με φαγητό, ποτό και κεφάτες ξένες κι ελληνικές μουσικές. Το μενού, που υπογράφει ο Βαγγέλης Λεούσης, βλέπει με σύγχρονη ματιά γνώριμα πιάτα, που κι εδώ η λογική είναι να μοιράζονται. Δίπλα σε σπανακοτυρόπιτα με φύλλο ψημένο στη σχάρα, χταπόδι με κρέμα φάβας με γλυκοπατάτα, γιουβέτσι γαρίδας με φρέσκο βασιλικό και ξύσμα λεμονιού, σκιουφιχτά με κρέμα κολοκύθας και προσούτο του Στρεμμένου, βρίσκεις και κάποιες fusion ιδέες, όπως μαγιάτικο σεβίτσε με κρίταμο, ντοματίνια, ελιά, νερό ντομάτας και ponzu ή gyozas με γέμιση από γαρίδες σαγανάκι, με ντοματίνια και κραμπλ φέτας, σ’ ένα μιξάζ που ακόμη κι αν παίζει με ιαπωνικά στοιχεία, γέρνει προς την Ελλάδα. Τα επιδόρπια βλέπουν με ανάλογα ανανεωτική διάθεση τη γαλατόπιτα, το ρυζόγαλο και το τσουρέκι. Για ένα πλήρες γεύμα ή δείπνο (πρώτο, δεύτερο, γλυκό) υπολογίστε από 40-45€ και πάνω.
Πλατεία Φιλικής Εταιρείας 14, Τ/210-72.21.188. Ωράριο: 12:00-1:00, Παρασκευή και Σάββατο 12:00-03.00.
Το Ηanzo της Σκουφά
Περπατώντας στη Σκουφά και βλέποντας την ταμπέλα μπορεί να πάει ο νους σας στον μάστερ κατασκευαστή σπαθιών του Κill Bill. Εκείνος πάντως που ενέπνευσε την καινούργια μακρόστενη ιαπωνική παμπ είναι ο αληθινός Hatory Hanzo, ο σαμουράι– ήρωας στη χώρα του, που έχει πύλη με το όνομα του στο αυτοκρατορικό παλάτι κι έχει βαφτίσει ένα σταθμό στο μετρό του Τόκιο. Για αυτό και στη βαμμένη σε αποχρώσεις του πράσινου σάλα θα δείτε έναν πολεμιστή στον τοίχο δεξιά με το που μπαίνεις και μερικούς ακόμη, ανάμεσα σε άλλες ιαπωνικές φιγούρες, στο πεντάπτυχο στο πάνω επίπεδο. Το μενού έχει γιακιτόρι (σουβλάκια) κοτόπουλου, πάπιας, αρνιού, γαρίδας, tsokune (κεμπάπ) και takoyaki (λουκουμάδες) με χταπόδι τηγανητό, που τα παίρνεις με το κομμάτι, τηγανίτες, ramen, dumplings με χοιρινό και γαρίδες, sando με χειροποίητο ψωμί. Τα σνακ και μικρά πιάτα που κινούνται από 3,5€ έως 12€ συνοδεύουν τέσσερα προς το παρόν κοκτέιλ που φτιάχτηκαν πάνω στο concept, τα οποία σύντομα θα πληθύνουν, σάκε, ιαπωνικά ουίσκι, ιαπωνικές βότκες, ιαπωνικό ρούμι. Μόνο τα κρασιά είναι ελληνικά.
Σκουφά 51, Τ.210-36.22.657. Ωράριο: Τρίτη έως Κυριακή 17:00-00.00. Δευτέρα κλειστά.
Το Le Rosé της Καψάλη
Ο λιλιπούτειος μπιστρουδένιος χώρος με την μπλε πρόσοψη, τις πινελιές ροζ χρυσού εδώ κι εκεί και τα τριαντάφυλλα στα βάζα ξεκινάει από νωρίς το πρωί με καφέ, κρουασάν και σάντουιτς. Τα εξωτερικά λευκοστρωμένα τραπέζια γεμίζουν τα μεσημέρια, ξαναγεμίζουν μετά το γραφείο αλλά και το Σαββατοκύριακο μετά τα ψώνια με κόσμο που πίνει το κρασί του ή κάποιο απεριτίφ τσιμπολογώντας από πλατό με τυριά και αλλαντικά ή διαλέγοντας κάποια από τις επιλογές κρύας κουζίνας: σούσι, σεβίτσε και ταρτάρ φτιάχνονται σε έναν χώρο δίπλα στο μπαρ. Τρεις-τέσσερις φορές που πέρασα, δεν ξέρω αν ήταν η μέρα ή η ώρα, δεν υπήρχε ούτε ένα άδειο. Τώρα με τα κρύα δεν είναι η εποχή του, αλλά με το που θα ανέβει η θερμοκρασία, θα μπορεί κανείς να πάρει ένα καλαθάκι του πικνίκ με ένα μπουκάλι κρασί, γλυκά ή αλμυρά συνοδευτικά και τα απαραίτητα πιατάκια, να απλώσει την κουβέρτα του σε κοντινές ή πιο μακρινές πρασινάδες και να το επιστρέψει την επομένη άδειο αφού εκτελέσει την αποστολή του.
Καψάλη 3, Αθήνα, Τ. 210-72.90.171. Καθημερινά 8.00-00:00. Ποτό έως 1:00.