Η αμπελουργική ζώνη ΠΟΠ Νεμέα θεσμοθετήθηκε το 1971 και είναι η μόνη ζώνη οίνων ΠΟΠ που εκτείνεται σε δύο περιφερειακές ενότητες: στο νότιο/κεντρικό τμήμα της Κορινθίας και σε μια πολύ μικρότερη περιοχή της Αργολίδας. Με έκταση που πλησιάζει τα 30.000 στρέμματα και σε υψόμετρα που κυμαίνονται από 200 μ. έως και 1.050 μ., είναι αναμενόμενο το Αγιωργίτικο, μέσα από ένα τεράστιο εύρος διαφορετικών ανάγλυφων, κλιματολογικών συνθηκών και εδαφών, να εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Πολύ περισσότερο, όταν έρχονται να προστεθούν σε όλα τα παραπάνω το στιλ της περιοχής και η επιρροή της δρυός και, κυρίως, του ίδιου του οινοποιού. ΠΟΠ Νεμέα μπορεί να είναι ένα Αγιωργίτικο που καλλιεργείται και οινοποιείται στην οριοθετημένη ζώνη της, είτε παρέμεινε για μόλις μερικές εβδομάδες σε ανοξείδωτη δεξαμενή είτε ωρίμασε σε καινούργια δρύινα βαρέλια για 12, 24 ή 36 μήνες. Επιπλέον, μια ΠΟΠ Νεμέα μπορεί να είναι ένας οίνος ερυθρός ξηρός, ημίγλυκος ή γλυκύς. Και επειδή όλα αυτά θολώνουν αρκετά το τοπίο, σε μια προσπάθεια ακριβέστερου καθορισμού των στιλ της περιοχής, μόλις πρόσφατα έγινε υποβολή φακέλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση για ορισμένες τροποποιήσεις. Έτσι:
Η Νεμέα ΠΟΠ θα πρέπει να ωριμάζει το πολύ έξι μήνες, ενώ η μέγιστη απόδοση του αμπελώνα δεν θα ξεπερνά τα 1.200 κιλά το στρέμμα. Για τη Νεμέα Classic ΠΟΠ η μέγιστη ωρίμανση θα πρέπει να είναι 12 μήνες, με αποδόσεις παρόμοιες με της απλής Νεμέας. Η πιο ενδιαφέρουσα από όλες είναι η Νεμέα Lions ΠΟΠ. Αυτή θα πρέπει να προέρχεται από αυστηρώς επιλεγμένα αμπέλια ηλικίας άνω των 10 ετών και η μέγιστη απόδοση του αμπελώνα να μην ξεπερνά τα 800 κιλά ανά στρέμμα. Θα έχει το δικό της σήμα ποιότητας πάνω στο καψύλιο και ουσιαστικός στόχος της προσπάθειας φαίνεται να είναι η δημιουργία μιας premium κατηγορίας, πέραν, βέβαια, των κατηγοριών Reserve και Grand Reserve που σχετίζονται με τους χρόνους ωρίμανσης και παλαίωσης.
Σήμερα παράγονται πάνω από 130 οίνοι ΠΟΠ Νεμέα, από 82 δηλωμένους οινοπαραγωγούς, οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός της ζώνης. Διαλέξαμε και δοκιμάσαμε τυφλά 14 Νεμέες και 2 Αγιωργίτικα από τη Νεμέα, από 16 διαφορετικά οινοποιεία, στις τρέχουσες σοδειές της αγοράς, επιλέγοντας τη βασική ετικέτα του καθενός. Μπορεί να μην υπήρξαν πυροτεχνήματα, αλλά το γενικό επίπεδο των κρασιών ήταν από καλό έως πολύ καλό. Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι η συνέπεια που έδειξαν όλα ανεξαιρέτως, τόσο σε χαρακτήρα όσο και σε στιλ. Εκτός από ένα κρασί, ο αλκοολικός βαθμός όλων άγγιζε ή ξεπερνούσε τους 14, η οξύτητά τους ήταν μέτρια και οι τανίνες ώριμες και βελούδινες. Αρωματικά, στις περισσότερες περιπτώσεις κυριαρχούσαν τα ώριμα έως υπερώριμα μαύρα φρούτα, η σταφίδα και κάποια, αποξηραμένα συνήθως, βότανα, ενώ σε πολύ λίγες περιπτώσεις το γαρίφαλο και το μαύρο πιπέρι προσέθεταν πολυπλοκότητα. Τα περισσότερα κρασιά είχαν ωριμάσει σε δρύινα βαρέλια, ενσωματώνοντας τις χαρακτηριστικές νότες των γλυκών μπαχαρικών, της βανίλιας και της σοκολάτας, μερικά ίσως με λιγότερο κομψό τρόπο.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:
Από μια τέτοια γευσιγνωσία δεν θα μπορούσαν να λείπουν και δύο εξαιρετικά δείγματα Αγιωργίτικου, τα οποία, αν και προέρχονται από τη Νεμέα, για διαφορετικούς λόγους το καθένα δεν είναι ΠΟΠ. Δοκιμάστηκαν, αξιολογήθηκαν, αλλά δεν περιλήφθηκαν στη διαδικασία της βαθμολόγησης και έδωσαν τη δική τους, ξεχωριστή νότα στη γευσιγνωσία. Ιδού:
Πολύ λίγες περιοχές εκτός Νεμέας έχουν πάρει στα σοβαρά το Αγιωργίτικο. Τελευταία, όμως, παρατηρούμε ότι ο αριθμός των μονοποικιλιακών Αγιωργίτικων μεγαλώνει όλο και περισσότερο, κυρίως στη Μακεδονία. Πριν από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην ελληνική αγορά το Αγιωργίτικο 2018 του Κτήματος Παυλίδη, και ο λόγος που αναφερόμαστε σε αυτό δεν είναι απλώς η κυκλοφορία, αλλά το μεγαλείο του κρασιού, που μας εντυπωσίασε σε τρεις διαφορετικές γευστικές δοκιμές, και μάλιστα… τυφλές. Θελήσαμε, λοιπόν, να μάθουμε και να μοιραστούμε μαζί σας λεπτομέρειες για το αμπέλι, την οινοποίηση και τη φιλοσοφία πίσω από το συγκεκριμένο κρασί. Το ενιαίο αμπέλι 90 στρεμμάτων στην Περιχώρα Δράμας δεν είναι καινούργιο, αφού φυτεύτηκε 18 χρόνια πριν, για να αποτελέσει μέρος του πολύ επιτυχημένου blend μαζί με το Syrah στο ερυθρό Thema του κτήματος. Βρίσκεται στα 250 μ. υψόμετρο, σε αμμο-αργιλώδες κοκκινόχωμα. Από την αρχή ξεχώρισε ένα μικρότερο τμήμα δέκα στρεμμάτων στο ψηλότερο και λιγότερο εύφορο τμήμα του, για τα μικρότερα, αραιόραγα και πιο χοντρόφλουδα τσαμπιά, τα οποία άρχισαν να συλλέγονται και να οινοποιούνται ξεχωριστά. Όταν έχεις μια τόσο ποιοτική πρώτη ύλη, δεν μένουν και πολλά να κάνεις στο οινοποιείο. Ζύμωση με απαλή ανάμειξη των φλοιών και του χυμού με τα χέρια (pigeage) σε πεντακοσάρια δρύινα βαρέλια και ωρίμανση της μισής ποσότητας του κρασιού σε δρύινα βαρέλια για 14 μήνες. Το άλλο μισό παραμένει σε ανοξείδωτες δεξαμενές, μέχρι τη στιγμή της ανάμειξης των δύο μερών. Αυτή η διαδικασία, με λιγότερες ή περισσότερες παραλλαγές, ξεκίνησε το 2012, αλλά μέχρι πέρυσι ο περιορισμένος αριθμός φιαλών διοχετευόταν μόνο στις αγορές του εξωτερικού. Από φέτος, με τη σοδειά του 2018, μια μικρή ποσότητα θα κυκλοφορεί και στην Ελλάδα. Το κρασί εντυπωσιάζει από την πρώτη στιγμή. Είναι πυκνό και ρουμπινί στην όψη, με έντονα αρώματα μαύρων βατόμουρων, δαμάσκηνων και κερασιών, πλαισιωμένα από νότες γαρίφαλου, μαύρου πιπεριού, γλυκόριζας και πικρής σοκολάτας. Έντονα γευστικό και φρουτώδες στο στόμα, με υψηλές αλλά ώριμες τανίνες, μέτρια οξύτητα και αλκοόλ που ανεβάζει ελαφρά τη θέρμη, αλλά ισορροπεί απόλυτα με τον έντονα γευστικό του χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα «θηριώδες» κρασί, με πολύ υψηλή συμπύκνωση, μακριά διάρκεια και δομή που κάνει να έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η εξέλιξή του τα επόμενα οκτώ με δέκα χρόνια.