Το εθνικό ποτό των Βρετανών, που συστήθηκε στον υπόλοιπο κόσμο μέσα από το αγαπημένο κοκτέιλ του James Bond, κρύβει και άλλες χάρες, που θα πρέπει να ανακαλύψουμε γουλιά-γουλιά.
Αν και είναι συνυφασμένο με τη Μεγάλη Βρετανία, το τζιν ξεκίνησε τη ζωή του στην Ολλανδία, στα τέλη του 16ου αι. Ηταν γνωστό ως «genever» και διετίθετο στα φαρμακεία ως φάρμακο διά πάσαν νόσον. Αργότερα, οι Ολλανδοί στρατιώτες το σύστησαν στους Βρετανούς συμπολεμιστές τους, τους οποίους κερνούσαν για να πάρουν κουράγιο πριν από τη μάχη. Το ποτό μετονομάστηκε σε τζιν και έκτοτε εξελίχθηκε στο εθνικό ποτό τους.
Στις αρχές του 18ου αιώνα το Λονδίνο παραδίδεται στην τρέλα του τζιν και τότε κάνει την εμφάνισή του ο «Old Tom», το πρώτο μηχάνημα πώλησης ποτού. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από μια ξύλινη κατασκευή σε σχήμα γάτας, καρφωμένη έξω από τις παμπ. Οι διψασμένοι περαστικοί έριχναν μία πένα στο στόμα της γάτας και μετά έβαζαν το δικό τους στόμα σε μια μικρή κάνουλα ανάμεσα στις πατούσες της. Ο ιδιοκτήτης της παμπ, από το εσωτερικό του καταστήματος, αφού τσέπωνε την πένα, έριχνε ένα «σφηνάκι» τζιν μέσω της κάνουλας κατευθείαν στο διψασμένο στόμα του πελάτη. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Μα τι είναι αυτό το τζιν;
Η βάση για την παρασκευή του τζιν είναι το καθαρό αλκοόλ γεωργικής προελεύσεως, που συνήθως προέρχεται από την απόσταξη δημητριακών – κάτι σαν τη βότκα, ας πούμε. Ευρωπαϊκός κέδρος, κορίανδρος, αποξηραμένες φλούδες πορτοκαλιού και λεμονιού, ρίζα ίριδας, γλυκόριζα, σπόροι και ρίζα αγγελικής είναι τα βότανα και τα αρωματικά που συμμετέχουν σε όλα τα τζιν. Ωστόσο κάθε brand έχει τα δικά του μυστικά, τις δικές του αναλογίες και τους δικούς του χρόνους εκχύλισης και απόσταξης. Το τζιν είναι ένα λευκό διάφανο ποτό που δεν περνάει από βαρέλι και δεν βελτιώνεται με την παλαίωση. Μόλις εμφιαλωθεί, είναι έτοιμο για κατανάλωση.
Τζιν τόνικ ή μαρτίνι;
Αν και είναι αρωματικό, πικάντικο και δροσερό, το τζιν δεν πίνεται συνήθως σκέτο, αλλά αποτελεί τη βάση για πολλά και θαυμάσια κοκτέιλ. Ανάμεσά τους τα τελειότερα απεριτίφ: τζιν τόνικ και Dry Martini.
Κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, εκεί στη βικτωριανή εποχή, οι καθωσπρέπει μεσοαστές κυρίες χαλάρωναν πίνοντας τζιν αρωματισμένο με δαμάσκηνα ή ψάχνοντας στο δημοφιλές βιβλίο οικοκυρικής και μαγειρικής της κυρίας Beeton για άλλα κοκτέιλ με βάση το τζιν. Την καλύτερη συνταγή, όμως, την είχαν ήδη βρει οι Βρετανοί αξιωματικοί στη μακρινή Ινδία: ψάχνοντας έναν τρόπο να μπορούν να καταπιούν το πικρό κινίνο, το οποίο θα τους προφύλασσε από την ελονοσία, ανακάλυψαν ότι πίνεται σχεδόν ευχάριστα όταν το ανακάτευαν με τζιν. Έτσι γεννήθηκε το τζιν τόνικ.
Η πρώτη συνταγή για μαρτίνι εντοπίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, ονομάζεται «μαρτίνεζ» και, εκτός από τζιν και βερμούτ, περιέχει επίσης κουαντρό. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η συνταγή έχει ήδη αλλάξει σε ένα κοκτέιλ πολύ σοφιστικέ, λεπτό και τολμηρό, αφού συνδυάζει δύο βερμούτ – γλυκό και ξηρό. Ονομάζεται πλέον «μαρτίνι». Σιγά-σιγά η αγκοστούρα και το γλυκό βερμούτ εξαφανίστηκαν, για να δώσουν τη θέση τους στο extra dry martini που πίνουμε σήμερα.
Η συνταγή του Μπουνιουέλ
Φανατικός του Dry Martini, ο μεγάλος σκηνοθέτης είχε τη δική του συνταγή, την οποία αντιγράφω για σας: «Επιτρέψτε μου να σας δώσω την προσωπική μου συνταγή, προϊόν πολύχρονης πείρας που πάντα έχει επιτυχία. Βάζω όλα τα απαραίτητα στο ψυγείο μία μέρα πριν έρθουν οι καλεσμένοι μου: τα ποτήρια, το τζιν, το σέικερ. Την επομένη, όταν φτάνουν οι φίλοι μου, παίρνω ό,τι χρειάζομαι. Ρίχνω στον πάγο πρώτα λίγες σταγόνες Noilly Prat και μισό κουταλάκι αγκοστούρα. Τα χτυπώ όλα μαζί και μετά τα αδειάζω. Κρατάω μόνο τον πάγο που περιέχει το λεπτό ίχνος από τα δύο αρώματα και στον πάγο ρίχνω το τζιν. Το χτυπάω λίγο ακόμα και σερβίρω. Αυτό είναι όλο. Τίποτα παραπάνω».