Σχεδόν δύο μήνες έχουν περάσει από τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου «Αγία Ζώνη ΙΙ» στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σαλαμίνας και Πειραιά. Mιλήσαμε με έμπειρους και ψύχραιμους επιστήμονες, αλλά και με ανθρώπους της αγοράς, για να απαντήσουμε στο μεγάλο ερώτημα: τρώμε ψάρια; Και αν ναι, τι να προσέχουμε;
Τη 10η Σεπτεμβρίου 2017, στις 2:45 τα ξημερώματα, το δεξαμενόπλοιο «Αγία Ζώνη ΙΙ» βυθίζεται στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στο λιμάνι του Πειραιά και τη Σαλαμίνα, κοντά στο νησάκι της Αταλάντης. Το «Αγία Ζώνη ΙΙ» είχε ξεκινήσει από τα διυλιστήρια του Ασπρόπυργου μεταφέροντας 2.570 τόνους πετρελαίου για τον εφοδιασμό πλοίων. Όπως αναφέρει και η Ένωση Ελλήνων Χημικών σε ανακοίνωσή της, «παρατηρήθηκε ανετοιμότητα στην κινητοποίηση των μηχανισμών του κράτους για την αντιμετώπιση ενός δυστυχήματος στην “μπροστινή αυλή” της πρωτεύουσας, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση της περιοχής εξάπλωσης και της δυσμενούς επίδρασης σε εκτεταμένη περιοχή της Αττικής και την καλλιέργεια ανησυχίας ότι δεν εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα μέτρα πρόνοιας και πρόβλεψης. Παρ’ όλα αυτά, ξεκίνησαν οι εργασίες απορρύπανσης με αποκλειστικά μηχανικές μεθόδους, πράγμα που σημαίνει ότι δεν επιβαρύνθηκε επιπλέον το οικοσύστημα».
Η ακτινογραφία του Σαρωνικού κόλπου
Θαλάσσιες συγκοινωνίες, μεταφορές, αλλά και ο αποχετευτικός αγωγός που μετέφερε λύματα στο Κερατσίνι, τα οποία χύνονταν στη θάλασσα μέχρι και το 1994, επιβάρυναν ασφυκτικά το θαλάσσιο περιβάλλον του Σαρωνικού κόλπου. Η δημιουργία του Κέντρου Επεξεργασίας Λυμάτων στην Ψυττάλεια το 1994 έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της θαλάσσιας ζωής. Από το 2007 μάλιστα γίνεται σχεδόν πλήρης επεξεργασία των λυμάτων, οπότε το παραγόμενο νερό είναι απαλλαγμένο από το ρυπαντικό φορτίο σε ποσοστό 90%-95% και καταλήγει στη θάλασσα του Σαρωνικού εντελώς ακίνδυνο για την ισορροπία του θαλάσσιου οικοσυστήματος. Όπως μας ενημερώνει και ο κ. Γιάννης Χατζηανέστης, διευθυντής Ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών), κάποια είδη ψαριών που είχαν απομακρυνθεί παλιότερα από τον Σαρωνικό λόγω αυξημένων επιπέδων ρύπων τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει την επανεμφάνισή τους.
Στον Σαρωνικό κόλπο αλιεύουν αρκετά καΐκια και σκάφη. Τα ψάρια που βγάζουν είναι κυρίως μικρά, σαρδέλες, σαφρίδια, γόπες, γαύροι, μαρίδες, κ.ά.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του ΕΛΚΕΘΕ, το οποίο από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στην περιοχή με σκάφη και διενεργεί ελέγχους, δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη ζημιά στα ανοιχτά. Η πετρελαιοκηλίδα εξαπλώθηκε προς τη Γλυφάδα και ακόμα πιο νότια, κατά μήκος των ακτών. Σίγουρα δεν υπάρχει πρόβλημα για τις καλλιέργειες που λειτουργούν στη Νέα Πέραμο ή για τους ψαράδες της Κινέττας. Τα ρεύματα και οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν τις πρώτες ώρες και μέρες μετά το ατύχημα δεν επέτρεψαν την τόσο μεγάλη εξάπλωση της πετρελαιοκηλίδας.
Οι πιθανοί κίνδυνοι και οι διαδικασίες ελέγχου
Ανάλογη με την ποσότητα και τον τύπο του πετρελαίου που διέρρευσε στη θάλασσα είναι η επιβάρυνση σε ζωντανούς και μη οργανισμούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις, και από ανάλογα ατυχήματα στο παρελθόν, έχει παρατηρηθεί ότι τα ψάρια μετακινούνται και είναι τα λιγότερο επιβαρυμένα. Παρ’ όλα αυτά, τα πιο λιπαρά ψάρια, όπως η σαρδέλα, είναι πιο ευπαθή στη συσσώρευση τοξικών ουσιών. Τα όστρακα και τα μαλάκια είναι πιο πιθανό να επιβαρυνθούν, καθώς πολλά από αυτά μένουν ακίνητα και στάσιμα, ενώ κάποια, όπως τα μύδια και οι φούσκες, «φιλτράρουν το νερό», άρα είναι πιο πιθανό να επιβαρυνθούν από επικίνδυνες ουσίες. Η κ. Αναστασία Μήλιου, υδροβιολόγος και επικεφαλής Ερευνών του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», επισημαίνει τον κίνδυνο και για τα επόμενα χρόνια: «Οι επιπτώσεις είναι εντονότερες στα αυγά και στις προνύμφες παρά στα ενήλικα ψάρια. Η έκθεση σε πετρελαιοειδή ίσως επηρεάσει την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη των πληθυσμών των ψαριών και των θαλασσινών. Η διεθνής εμπειρία από προηγούμενα ατυχήματα δείχνει πως οι συνέπειες δεν περιορίζονται σε βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, αλλά λόγω του επίμονου τοξικού χαρακτήρα του πετρελαίου και της διαδικασίας της βιοσυσσώρευσης* οι πετρελαιοκηλίδες συνεχίζουν να δρουν επιβαρυντικά για δεκαετίες. Όμως πρέπει να περιμένουμε να δούμε τα πρώτα αποτελέσματα από τις δειγματοληψίες. Υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία, τα κατάλληλα εργαστήρια που διασφαλίζουν την υγεία των πολιτών και δεν πρέπει να σπέρνουμε τον πανικό».
Να περιμένουμε τα αποτελέσματα των δειγμάτων συμβουλεύει και ο κ. Χατζηανέστης από το ΕΛΚΕΘΕ. Οι άνθρωποι του Κέντρου Ερευνών έχουν αρχίσει ήδη δειγματοληψίες στους πιο ευπαθείς οργανισμούς. Ρίχνουν στα νερά των επιβαρυμένων περιοχών μύδια, γαρίδες ή οστρακοειδή και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα τα παίρνουν για ανάλυση. «Κάνουμε αναλύσεις στα νερά, παράκτια και πιο ανοιχτά, σε ιζήματα από τον βυθό, σε οστρακοειδή, και αργότερα θα κάνουμε και σε ψάρια. Τα ψάρια μπορούν να επιβαρυνθούν με δύο τρόπους: είτε με άμεση επαφή με τα βράγχια ή το δέρμα τους είτε μέσω της τροφικής αλυσίδας, τρώγοντας δηλαδή μικρότερους οργανισμούς οι οποίοι έχουν επιβαρυνθεί με υδρογονάνθρακες. Είναι ακόμα νωρίς για να εξετάσουμε την επιβάρυνση μέσω της τροφικής αλυσίδας, δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο επίπεδο των ψαριών, θα επιβαρυνθούν πρώτα άλλοι οργανισμοί, όπως το πλαγκτόν, και μετά τα ψάρια. Γενικά, για να ανακάμψει το οικοσύστημα ως οικοσύστημα, θα χρειαστούν τουλάχιστον ένα-δύο χρόνια, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούμε να τρώμε ψάρια». Η αλιεία δεν απαγορεύτηκε ποτέ στην περιοχή, κάτι που προκαλεί εντύπωση. Οι ίδιοι οι ψαράδες σταμάτησαν το ψάρεμα, ενώ εντάθηκαν οι έλεγχοι στην ιχθυόσκαλα, σε ψαράδικα και σούπερ μάρκετ.
Αγοράζοντας ψάρι
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Μπορούμε να αγοράζουμε άφοβα ψάρια και θαλασσινά; Στραφήκαμε και σε ανθρώπους της αγοράς για να μας διαφωτίσουν. Ο σεφ Λευτέρης Λαζάρου μάς λέει ότι «ένα από τα πιο σημαντικά βήματα που πρέπει να κάνουμε, ούτως ή άλλως, είναι να προσέχουμε από πού αγοράζουμε ψάρι. Αποκλείονται οι πλανόδιοι πωλητές. Επιλέγουμε μια κεντρική ψαραγορά, το ιχθυοπωλείο της γειτονιάς μας ή ακόμα και τον πάγκο στη λαϊκή και χτίζουμε σχέση εμπιστοσύνης με τον άνθρωπο που μας προμηθεύει τα ψάρια. Όλοι οι παραπάνω επαγγελματίες έχουν σταθερό σημείο πώλησης και σταθερούς προμηθευτές». Οι πωλητές ψαριών είναι υποχρεωμένοι μαζί με κάθε φελιζόλ που βγάζουν στην αγορά να διαθέτουν καταγεγραμμένα ορισμένα στοιχεία, όπως ο τόπος και ο χρόνος ψαρέματος, το σκάφος, κ.τ.λ. Ρωτάμε λοιπόν για την προέλευση των ψαριών, ζητάμε να δούμε τα στοιχεία, επεξεργαζόμαστε το ψάρι, το μυρίζουμε και κατόπιν αποφασίζουμε.
Περίπου το 90% των ελληνικών ψαριών που κυκλοφορούν στην αγορά διακινούνται μέσω ιχθυόσκαλας και έτσι το πιο πιθανό είναι ότι έχουν περάσει από ελέγχους. Αποφεύγοντας ερασιτέχνες και πλανόδιους πωλητές, μειώνουμε τις πιθανότητες να φτάσει στο πιάτο μας αυτό το 10% των ψαριών που διακινούνται εκτός επίσημων ελέγχων και διαδικασιών. Όπως μας εξηγεί ο κ. Λαζάρου, υπάρχει μια ολόκληρη διαδρομή που ακολουθεί το ψάρι από τη θάλασσα στο πιάτο μας, διαδρομή που κάνει δύσκολη την αγορά επιβαρυμένων από τη ρύπανση ψαριών: «Ξέρουμε τι ζημιά έχει γίνει στις συγκεκριμένες περιοχές, όλοι το γνωρίζουν και υπάρχουν δικλίδες ασφαλείας. Αν υποθέσουμε ότι ένας ψαράς τολμήσει να διακινδυνεύσει τη δουλειά του, τη φήμη του και τους πελάτες του, και πάλι θα πάει να πουλήσει τα ψάρια στην ιχθυόσκαλα, σε ένα μεγάλο ψαράδικο, σε ένα εστιατόριο, αλλά κανείς δεν θα τα αγοράσει». Και ο Στρατής Μπουρνούς, ιχθυοπώλης, μας διαβεβαιώνει: «Δεν κυκλοφορεί ψάρι από τις πληγείσες περιοχές πουθενά. Κατ’ αρχάς αυτές οι περιοχές, η Σαλαμίνα, το Πέραμα, ο Πειραιάς, το Παλαιό Φάληρο, η Γλυφάδα, δεν είχαν ούτως ή άλλως μεγάλη αλιευτική δραστηριότητα».
Η ελληνική παραγωγή καλύπτει περίπου το 33% της κατανάλωσης και τα υπόλοιπα εισάγονται. «Τα μεγάλα ψάρια, αλλά και τα πιο μικρά που δεν είναι αφρόψαρα (λαβράκι, φαγκρί, κουτσομούρα, μπαρμπούνι, σφυρίδα, στήρα), έρχονται από την Εύβοια, την Κύθνο, τις Σποράδες, τη Χαλκιδική, το Ιόνιο, πάντως μετά την Αίγινα και μετά τη Μακρόνησο. Οι μεγάλοι αλιευτικοί στόλοι πάνε σε πλούσιους ψαρότοπους, όπως είναι οι Φούρνοι Ικαρίας, η Ελαφόνησος, η Χαλκίδα, η Καβάλα», σημειώνει ο κ. Λαζάρου. Από τις 10 Σεπτέμβρη και μέχρι σήμερα έχουν ήδη αυξηθεί οι εισαγωγές ψαριών, αλλά γενικά η ζήτηση έχει μειωθεί. Ο κ. Μπουρνούς παρατηρεί ότι έχουν πέσει οι τιμές, καθότι υπάρχει πληθώρα ψαριών από άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά ο κόσμος διστάζει να αγοράσει.
Συνοψίζοντας λοιπόν, ψωνίζουμε από επαγγελματίες που εμπιστευόμαστε και ζητάμε να δούμε περισσότερα στοιχεία για τα ψάρια που διαθέτουν.
* Είναι η διαδικασία κατά την οποία μη μεταβολιζόμενες χημικές ουσίες περνάνε με εκθετικούς ρυθμούς από τον έναν οργανισμό στον άλλο μέσω της τροφικής αλυσίδας, π.χ. από τα φυτά στα ζώα και από τα ζώα στον άνθρωπο.