Ο επιχειρηματίας που έχει συνδέσει όσο λίγοι το όνομά του με το ελληνικό μέλι και το έκανε γνωστό και στο εξωτερικό μας μιλάει για τις δυσκολίες του επιχειρείν στην Ελλάδα, το πρόβλημα της νοθείας και τη δοκιμή που ο ίδιος κάνει καθημερινά πριν από την τυποποίηση κάθε παρτίδας.
«Παιδί μου, εγώ είμαι μεγάλος πια. Τι θέλεις να κάνεις με τις σπουδές σου, με τη δουλειά; Γερμανικά και Αγγλικά γνωρίζεις καλά, θέλεις να σπουδάσεις στο εξωτερικό; Θέλεις να συνεχίσεις την επιχείρηση;» ήταν η ερώτηση του Αλέξανδρου Πίττα προς τον 18χρονο ανιψιό του Γιώργο, για να πάρει την αφοπλιστική απάντηση: «Μα τι ρωτάς, εγώ είμαι μελάς!».
Οι πρώτοι τυποποιητές μελιού
Η οικογένεια Πίττα ασχολείται με το μέλι από πολύ παλιά: «Ο παππούς μου, Γιώργος Πίττας (του οποίου το όνομα πήρα), το 1896 πωλούσε στο παντοπωλείο του στη Σταδίου το περίφημο μέλι Υμηττού. Τα παιδιά του, ο Αλέξανδρος και ο Παναγιώτης (ο πατέρας μου), το 1928 ίδρυσαν την εταιρεία «Μέλι Υμηττού Aττική» και προχώρησαν σε μια πρωτοποριακή για την εποχή ενέργεια: συσκεύασαν το μέλι, που μέχρι τότε διακινούνταν χύμα, σε συσκευασίες μεγάλες και μικρές. Έθεσαν δηλαδή τις βάσεις για το τυποποιημένο, επώνυμο, ελληνικό μέλι».
Περιεργαζόμενη τον χώρο όπου βρίσκομαι για τη συνέντευξη, την προσοχή μου τραβά μια προθήκη με παλιές συσκευασίες «Μέλι Υμηττού Αττική». Μεταλλικά κουτιά του 1930-1940 με δίγλωσσες ετικέτες (ελληνικά και γαλλικά ή και αγγλικά), αλλά και ένα σωληνάριο όπου συσκεύαζαν το μέλι για να μπορούν να το μεταφέρουν στην τσέπη τους οι περιπατητές και οι ορειβάτες (η συσκευασία pocket της εποχής), καθώς και ένα καδραρισμένο βραβείο από διεθνή διαγωνισμό στο Παρίσι, το 1937, στον οποίο το μέλι Αττική κατέκτησε την πρώτη θέση. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο και η εξωστρέφεια των δύο αδερφών είναι ολοφάνερα.
Το 1967 πεθαίνει ο πατέρας του Παναγιώτης και το 1972 ο θείος του Αλέξανδρος. Τότε είναι που ο Γιώργος Πίττας αναλαμβάνει τα ηνία της επιχείρησης μαζί με την αδερφή του Αλεξάνδρα και τη θεία του Ελένη, χήρα του Αλέξανδρου. Παράλληλα σπούδαζε και στην ΑΣΟΕΕ (τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων), από όπου πήρε και το πτυχίο του.
Το εμείς πριν από το εγώ
Βασική και πρωταρχική του μέριμνα ήταν να οργανώσει το τμήμα Διασφάλισης Ποιότητας της εταιρείας. Σήμερα απασχολεί τέσσερις ειδικούς επιστήμονες και διαθέτει τον απαραίτητο εξειδικευμένο εξοπλισμό για όλους τους απαιτούμενους ελέγχους, αλλά και για ερευνητικούς σκοπούς. Είναι από τις πρώτες εταιρείες στην Ελλάδα που εφάρμοσε τις διαδικασίες ασφάλειας παραγωγής HACCP και από το 1998 εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας ISO9001. Δεν δέχεται να πάρει τα εύσημα μόνο ο ίδιος και δεν απαντά ποτέ με το «εγώ», αλλά πάντα με το «εμείς». Η επιχείρηση είναι οικογενειακή, άλλωστε, και περήφανος μου ανακοινώνει ότι ήδη εργάζεται και η τρίτη γενιά: η κόρη του Μαρία, χημικός στο τμήμα Διασφάλισης Ποιότητας, και η ανιψιά του, κόρη της αδερφής του Αλεξάνδρας, Κατερίνα Χαζάπη, διευθύντρια του τμήματος Ανάπτυξης.
Ο άνθρωπος που κάθεται απέναντί μου είναι προσηνής, με καθαρό πρόσωπο και σκέψη. Όλες οι κινήσεις του, όπως και όλες οι απαντήσεις του, είναι αβίαστες και, μολονότι είναι γρήγορες, αποπνέουν μια αίσθηση ηρεμίας. Μια λέξη μού έρχεται στο μυαλό όταν κοιτάω τον ίδιο, την οικογένεια αλλά και τις εγκαταστάσεις της εταιρείας: «Νοικοκυραίοι!».
Απαντά σε όλες μου τις ερωτήσεις χωρίς δεύτερη σκέψη, ακόμα και αν αφορούν οικονομικά στοιχεία της εταιρείας ή την πολιτική. «Το επιχειρείν είναι δύσκολο και απογοητευτικό στην Ελλάδα. Καμιά από τις κυβερνήσεις που πέρασαν δεν στήριξαν την υγιή επιχειρηματικότητα ούτε και η τωρινή, που περισσότερο προσπαθεί να μοιράσει ισόποσα τη… μιζέρια. Υπάρχει και αυτή η νοοτροπία –να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα–, αλλά προσπαθούμε και πορευόμαστε με αυτά…»
Βέβαια πορεύονται πολύ καλά. Σήμερα, έχουν ετήσιο τζίρο γύρω στα 18.500.000 ευρώ. Από τους 15.000 τόνους μέλι που παράγει συνολικά η χώρα τον χρόνο, συσκευάζουν περίπου τους 2.000 και 250-300 τόνους εξάγουν σε περίπου 40 χώρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τους 15.000 τόνους της ετήσιας παραγωγής της Ελλάδας, μόλις οι 3.000 διακινούνται στα σούπερ μάρκετ, ενώ οι υπόλοιποι 12.000 τόνοι διακινούνται σε βιομηχανίες, catering, λαϊκές αγορές, με απευθείας πώληση από μελισσοκόμους και για ιδιοκατανάλωση.
Γιατί το ελληνικό μέλι είναι ανώτερο Πόσο σίγουρος μπορεί να είναι ο καταναλωτής ότι αγοράζει ελληνικό μέλι;
«Τα αριθμητικά στοιχεία μάς δίνουν την απάντηση. Εισάγουμε 3.000 τόνους μέλι και από αυτούς συσκευασμένοι στην αγορά βγαίνουν 1.500 τόνοι. Οι υπόλοιποι πού πάνε; Στην αγορά θα βρούμε νόμιμο μέλι εισαγωγής στην τιμή των 5-7 € το κιλό. Θα βρούμε επίσης και νόμιμα μέλια, μείγματα ελληνικού με εισαγόμενο, στην τιμή των 7-9 €. Ο καταναλωτής θα πρέπει να είναι πολύ υποψιασμένος όταν βλέπει στα ράφια των σούπερ μάρκετ «ελληνικό» μέλι κάτω από 9-10 € το κιλό (κάπου εκεί κρύβονται τα… υπόλοιπα των εισαγωγών) και φυσικά δεν μιλάμε για τις προσφορές. Θα πρέπει, επίσης, να τονίσω ότι η νοθεία είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της μελισσοκομίας. Εκτός από το ότι συνιστά εξαπάτηση του καταναλωτή, ρίχνει τις τιμές και κάνει ασύμφορο το επάγγελμα για κάθε μελισσοκόμο. Αν συνεχιστεί λοιπόν, και το επάγγελμα του μελισσοκόμου σιγά σιγά θα εκλείψει, και εμείς δεν θα έχουμε δουλειά».
Γιατί το μέλι εισαγωγής είναι πιο φθηνό από το ελληνικό;
«Κατ’ αρχάς να τονίσω ότι μιλάμε για το επώνυμο, τυποποιημένο, ελληνικό μέλι που παράγεται με τους κανόνες της ορθής μελισσοκομικής πρακτικής. Δηλαδή με σεβασμό στη μέλισσα και στην κυψέλη, χωρίς αντιβιοτικά και φάρμακα, και τάισμα της κυψέλης με φυσικά γλυκαντικά μόνο όταν είναι απαραίτητο, κυρίως σε βαρύ χειμώνα. Στην Ελλάδα, με την τόσο πλούσια και ποικιλόμορφη χλωρίδα (άνθη, μυρωδικά, βότανα), ο κάθε μελισσοκόμος που έχει γύρω στις 150 κυψέλες τις μετακινεί από τόπο σε τόπο και καθεμία κυψέλη θα βγάλει 15 κιλά μέλι. Στο εξωτερικό –ας πάρουμε για παράδειγμα τη Ρωσία– αφήνουν την κυψέλη σε ένα δάσος και χωρίς καμία μετακίνηση και κόπο κάθε κυψέλη θα βγάλει 80 κιλά μέλι. Τόση διαφορά! Βέβαια τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή το άρωμα, η γεύση και η υφή του ελληνικού μελιού, είναι ανώτερα».
Προκειμένου να διασφαλιστεί η μοναδική ποιότητα του ελληνικού μελιού και να αναδειχθούν οι εξαιρετικές ιδιότητές του, το τμήμα Διασφάλισης Ποιότητας της εταιρείας διεξάγει έρευνες σε συνεργασία με πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα. Επίσης, με ενημερώνει πως χρηματοδοτεί έρευνες που αποσκοπούν στην ποιοτικότερη και αποδοτικότερη ελληνική μελισσοκομική παραγωγή.
Για το «Μέλι Αττική» δουλεύει με 2.000 Έλληνες μελισσοκόμους, τους οποίους θυμάται σχεδόν όλους με το μικρό τους όνομα. Μάλιστα πολλοί είναι δεύτερης και τρίτης γενιάς μελισσοκόμοι που συνεργάζονται με την εταιρεία. Το μέλι τους περνά από αυστηρό εργαστηριακό έλεγχο, εξετάζονται τα οργανοληπτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του και φτιάχνεται το χαρμάνι, ώστε να επιτευχθεί (σχεδόν) η ίδια γεύση και πάντα η ίδια ποιότητα σε κάθε βάζο που θα τοποθετηθεί στα ράφια των σούπερ μάρκετ της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού. «Ο καταναλωτής θέλει να είναι σίγουρος ότι το “Μέλι Αττική” που αγοράζει τώρα είναι το ίδιο ποιοτικά αλλά και γευστικά με αυτό που αγόρασε πέρυσι ή πριν από δύο μήνες», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Γι’ αυτό και ο ίδιος στα 65 του χρόνια σήμερα είναι ο πρώτος που πηγαίνει πρωί πρωί στο ειδικό τμήμα της εταιρείας και δοκιμάζει από το μέλι, πριν αυτό συσκευαστεί. Ο κόπος του αποφέρει καρπούς, αφού κάθε χρόνο το μέλι του κατακτά το Superior Taste Award (Bραβείο Ανώτερης Γεύσης) του διεθνώς αναγνωρισμένου οργανισμού International Taste και Quality Institute (iTQi) μέσα από τη διαδικασία της τυφλής γευσιγνωσίας.
Αποχαιρετώ τον κ. Πίττα και εκείνος ευγενικά με ξεπροβοδίζει με μια τελευταία κουβέντα: «Να στηρίζουμε το ελληνικό μέλι. Είναι το καλύτερο και το πιο υγιεινό φυσικό γλυκαντικό!». Ρίχνω μια τελευταία ματιά στις εγκαταστάσεις της ιστορικής, οικογενειακής εταιρείας, που αν μη τι άλλο «μπήκε» σε κάθε ελληνική οικογένεια και έκανε το ελληνικό μέλι γνωστό στο εξωτερικό!