Στο βάθος της Σιναϊτικής ερήμου, μέσα στα τείχη της Μονής της Αγίας Αικατερίνης, επιζεί αιώνες τώρα ένα μικρό και συμπυκνωμένο Βυζάντιο. Από την ίδρυση της μονής από τον Ιουστινιανό (549-565 μ.Χ.) και μέχρι τις μέρες μας, με Ελληνορθόδοξους μοναχούς που φημίζονταν για την πνευματικότητα και την καλλιέργειά τους, μακριά από τα μεγάλα πολιτικά κέντρα και τα πεδία των μαχών, συγκεντρώθηκαν εδώ και διατηρήθηκαν πνευματικοί και πολιτιστικοί θησαυροί, που συνδέουν σε αδιάσπαστη συνέχεια τον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας με τον 21ο αιώνα.
|
|

Η διατήρηση των κειμηλίων υπήρξε πάντα για τη Σιναϊτική Αδελφότητα μία από τις μεγάλες της προτεραιότητες. Στις αντίξοες για τη δική τους επιβίωση συνθήκες της ερήμου, οι μοναχοί αποδύονταν σε έναν ακόμα τιτάνιο αγώνα, να διατηρήσουν με πενιχρά μέσα την πνευματική τους κληρονομιά. Στην προσπάθειά τους αυτή βρήκαν έναν μεγάλο σύμμαχο, το ξηρό κλίμα της ερήμου, που διαμόρφωνε ιδανικές συνθήκες για τη διατήρηση ευπαθών υλικών, όπως το ξύλο ή το χαρτί.
Ο κεντρικός ναός της μονής, το Καθολικό, όπως ονομάζεται στη μοναστηριακή ορολογία, σώζεται κτιριακά στη μορφή που βγήκε από τα χέρια των μαστόρων του, τον 6ο αιώνα. Κατά μοναδικό τρόπο διατηρούνται στη θέση τους τα αρχικά ξύλινα δοκάρια της στέγης∙ μάλιστα πάνω τους διαβάζονται σκαλισμένες οι πρωτότυπες επιγραφές, που μας πληροφορούν ότι ο βασιλέας Ιουστινιανός οικοδόμησε τον ναό εις μνήμην της πρόσφατα θανούσας συζύγου του Θεοδώρας. Αντίστοιχα σώζεται στη θέση της και η αρχική τετράφυλλη πύλη εισόδου στο Καθολικό, με σκαλισμένες διακοσμητικές παραστάσεις ζώων και φυτών, αλλά και επιγραφές από την Παλαιά Διαθήκη.




Το λαμπρότερο, ωστόσο, σημείο του ναού αποτελεί η κόγχη του ιερού, διακοσμημένη με ένα από τα σημαντικότερα ψηφιδωτά της εποχής του Ιουστινιανού, από τα ελάχιστα που διασώθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η κεντρική παράσταση απεικονίζει τη Μεταμόρφωση του Χριστού, με τους προφήτες Μωυσή και Ηλία, που και οι δύο έδρασαν στην έρημο του Σινά. Σε δευτερεύουσες συνθέσεις παρουσιάζονται σιναϊτικά επεισόδια από τη ζωή του προφήτη Μωυσή: το όραμα της Ακατάφλεκτης Βάτου και η παραλαβή των Εντολών. Τέλος, σε κεντρικό σημείο εικονίζεται ο βασιλιάς και προφήτης Δαυίδ, παράσταση που οι ιστορικοί ερμηνεύουν ως έμμεση αναφορά στον ίδιο τον Ιουστινιανό.
|
|
Κεντρική θέση στη σιναϊτική παράδοση και ευσέβεια κατέχει το παρεκκλήσιο που χτίστηκε στη θέση της Ακατάφλεκτης Βάτου του Μωυσή. Αποτελεί τον κατεξοχήν Άγιο Τόπο του μοναστηριού και εδώ λαμβάνει χώρα η τελετουργία της κουράς κάθε νέου μοναχού, η ένταξή του δηλαδή στη μοναχική κοινότητα. Σε ανάμνηση της εντολής του Θεού προς τον Μωυσή να βγάλει τα υποδήματά του προκειμένου να προσεγγίσει τη Βάτο «διότι η γη στην οποία στεκόταν ήταν αγία», όλοι οι εισερχόμενοι στο παρεκκλήσιο εισέρχονται ανυπόδητοι. Η Αγία Τράπεζα του ναΐσκου θεμελιώθηκε κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια πάνω στις ρίζες της Βάτου, ενώ το ίδιο το φυτό μεταφυτεύτηκε και θάλλει σε μικρή απόσταση, σε εξωτερικό χώρο.
Τα πηγάδια στην έρημο, πέρα από πηγές ζωής, αποτελούν ορόσημα όχι μόνο του τόπου αλλά και του χρόνου, και συχνά διαθέτουν τη δική τους μακρά ιστορία. Έτσι, με τον προφήτη Μωυσή συνδέεται ένα ακόμη σημείο που βρίσκεται εντός του περιβόλου της Μονής Σινά: το αρχαίο πηγάδι της κοιλάδας από το οποίο πότιζε τα πρόβατά του και δίπλα στο οποίο γνώρισε τη μελλοντική σύζυγό του, τη Σεπφώρα. Το ίδιο πηγάδι αποτελούσε μέχρι πρόσφατα βασική πηγή ύδρευσης των μοναχών.
Αυτό που εντυπωσιάζει τον προσκυνητή στο παρεκκλήσιο της Βάτου και στο Καθολικό είναι το πλήθος των εικόνων που βρίσκονται αναρτημένες στους τοίχους και που δεν είναι παρά μικρό μέρος από τις περίπου 2.000 εικόνες που σώζονται στη μονή. Μεγάλος αριθμός των σιναϊτικών αυτών εικόνων όχι απλώς ανάγεται στη Βυζαντινή περίοδο, αλλά κάποιες χρονολογούνται και πριν από την Εικονομαχία: το Σινά από το 641 μ.Χ. βρισκόταν εκτός Βυζαντίου, στην αραβική επικράτεια, κι έτσι η εικονομαχική πολιτική του Βυζαντίου (726-843 μ.Χ.) δεν άγγιξε τη Σιναϊτική έρημο.




Σε αυτό ακριβώς έγκειται και η μοναδικότητα των σιναϊτικών εικόνων: πουθενά αλλού στον κόσμο δεν σώζονται δείγματα όλων των εποχών και καλλιτεχνικών τάσεων από τον 6ο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας. Μάλιστα, χάρη σε αυτή την αδιάσπαστη συνέχεια, οι ιστορικοί της τέχνης τεκμηριώνουν την εξέλιξη της βυζαντινής ζωγραφικής κατά κύριο λόγο μέσω της σιναϊτικής συλλογής.
Στο επισκέψιμο τμήμα του Σκευοφυλακίου της μονής εκτίθενται περίπου εκατό από τα ενδεικτικότερα σιναϊτικά κειμήλια, εικόνες, χειρόγραφα, χρυσοκέντητα, έργα μεταλλοτεχνίας, κ.λπ. Εδώ συναντά κανείς και τις τρεις διάσημες σιναϊτικές εικόνες του 6ου αιώνα: την παλαιότερη σωζόμενη φορητή εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα με το χαρακτηριστικό διπλό βλέμμα, και τις εικόνες του Αποστόλου Πέτρου και της Θεοτόκου ένθρονης με αγίους∙ όλες τους κατασκευάστηκαν κατά πάσα πιθανότητα στην Κωνσταντινούπολη και αποτελούν μοναδικά δείγματα της τέχνης πριν από την Εικονομαχία.




Τα τρία αυτά έργα έχουν κατασκευαστεί με τη λεγόμενη εγκαυστική τεχνική, κατά την οποία τα χρώματα αναμειγνύονταν με λιωμένο κερί και έπρεπε να απλωθούν στη ζωγραφική επιφάνεια με μεγάλη ταχύτητα και δεξιοτεχνία, πριν στεγνώσει το μείγμα. Η τεχνική αυτή υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ελληνιστική εποχή και στην Ύστερη Αρχαιότητα, και είναι γνωστή στο ευρύτερο κοινό από τα πορτρέτα του αιγυπτιακού Φαγιούμ.
Στο Σκευοφυλάκιο συναντά κανείς επίσης εικόνες της ακμής των Μακεδόνων, Κομνηνών και Παλαιολόγων αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης ή έργα που σχετίζονται με τη λεγόμενη σταυροφορική τέχνη της Ανατολικής Μεσογείου. Αφιερώματα από όλο τον κόσμο, όπως το Άγιο Ποτήριο, δώρο του Καρόλου ΣΤ ́ από τη Γαλλία (1411 μ.Χ.), έργα αργυροχρυσοχοΐας από τη Γεωργία, τη Ρωσία, τη Μολδοβλαχία, χρυσοκέντητα άμφια και υφάσματα από την Κρήτη και τη Βιέννη, δείχνουν την εμβέλεια του προσκυνήματος και την αγάπη του χριστιανικού κόσμου προς τον ιερό τόπο και την αγία Αικατερίνα.
|
|


Στο Σκευοφυλάκιο εκτίθεται και μικρός αριθμός χειρογράφων από το πλήθος της Σιναϊτικής Βιβλιοθήκης, κυρίως τα πλουσιότερα σε μινιατούρες. Παράλληλα, με αφορμή την περιπετειώδη ιστορία του Σιναϊτικού κώδικα, πολύτιμου χειρογράφου του Δ ́ αιώνα που αποσπάστηκε δόλια από τη μονή το 1859 και κατακρατήθηκε στην τσαρική Ρωσία μέχρι την πώλησή του από την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ στο Βρετανικό Μουσείο, στον ίδιο χώρο παρουσιάζονται οι εξαντλητικές διπλωματικές πιέσεις που δέχτηκε κατά καιρούς η Σιναϊτική αδελφότητα για τη διαχείριση των κειμηλίων της και αποδεικνύεται η υψηλή συνείδηση της αποστολής της.
Στο Σινά όμως δεν σώζονται μόνο μνημεία και κειμήλια από τον πολιτισμό του ελληνορθόδοξου και γενικά του χριστιανικού κόσμου. Καθώς η Σιναϊτική χερσόνησος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του λαμπρού αραβικού κόσμου της Αιγύπτου, στη μονή κληροδοτήθηκαν κειμήλια και ιστορικά τεκμήρια, που πιστοποιούν μια γόνιμη και ειρηνική συνύπαρξη, με αμοιβαίο σεβασμό, χωρίς αφομοιώσεις ή συγκρητισμούς. Στη Μονή Σινά παρατηρείται μάλιστα το μοναδικό φαινόμενο, εντός του μοναστηριακού περιβόλου και σε απόσταση λίγων μέτρων από το καμπαναριό, να υφίσταται από τον 11ο αιώνα ισλαμικό τέμενος με τον μιναρέ του, για τους Βεδουίνους διακονητές του μοναστηριού.