ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΥΖΙΝΕΣ

Με τον Δημήτρη Πλατανιά δεν μιλά κανείς μόνο για όπερα

Τα παιδικά του χρόνια στην Καλαμάτα, οι πρώτες έξοδοι στις αθηναϊκές ταβέρνες και η πεμπτουσία των κεφτέδων χωράνε σε μια συνέντευξη για τη ζωή του.

09.03.2022
Φωτογραφίες: Μιχάλης Παππάς
Με τον Δημήτρη Πλατανιά δεν μιλά κανείς μόνο για όπερα

«Θυμάμαι τα τραπέζια με τον νονό μου, τον καλύτερο φίλο του πατέρα μου. Ήταν φαρμακοποιός και κάθε μέρα, μόλις έκλεινε το φαρμακείο, έβγαινε για φαγητό και με με έπαιρνε μαζί του. Δεν είναι υπερβολή το “κάθε μέρα”. Είμαστε στα 90’s, είχα αφήσει για λίγο την Καλαμάτα και ζούσα στην Αθήνα, σπούδαζα αγγλική φιλολογία. Τότε έξοδος για τους περισσότερους σήμαινε ταβέρνα. Θυμάμαι να γνωρίζω τα Πετράλωνα μέσα από τις ταβέρνες τους, αυτή του Κρητικού, που δεν υπάρχει πια, ήταν στην πίσω γωνία του Οικονόμου. Τον Αρμενιστή στο Μοσχάτο, που στεγαζόταν σε ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι. Μια ψαροταβέρνα σε μια πλατεία στη Νίκαια. Θυμάμαι να πηγαίνουμε στον Απότσο, αλλά και στον Κουτρούλη στην οδό Βαρίκα στους Αμπελόκηπους. Το απομεινάρι της ζωής μας είναι ο Κουτρούλης, υπάρχει 70 χρόνια. Δεν έχει ούτε ταμπέλα. Λαχανοντολμάδες, γαρδουμπάκια φοβερά, όλα από την γυναίκα του Γιώργου. Ταβερνοφαγητά με ψυχή. Ήμουν τότε νεαρός, παρών στο τραπέζι με μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες, θυμάμαι τις κουβέντες σαν χθες. Κάθε βράδυ πηγαίναμε σε άλλη ταβέρνα». Ο Δημήτρης Πλατανιάς, ο διακεκριμένος βαρύτονος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, περιζήτητος στις μεγαλύτερες σκηνές στο εξωτερικό και σπουδαίος στα εγχώρια, απέχει πολύ από το προφίλ του εστέτ διεθνούς καλλιτέχνη. Τόσο προσιτός και απλός, λες και δεν έχει τραγουδήσει στα σημαντικότερα θέατρα, λες και δεν έχει αποθεωθεί τόσες φορές από κοινό και κριτικούς στο Λονδίνο, τη Μαδρίτη, το Αμβούργο, τη Βενετία, το Σαν Φρανσίσκο, το Τορίνο, το Παλέρμο, τη Φρανκφούρτη.

Κεφτέδες με τηγανητές πατάτες, ένα από τα αγαπημένα του φαγητά, που σχετίζεται με παιδικές αναμνήσεις.

Κρατούσα σφιχτά τον καφέ μου και ένιωθα αληθινή συστολή καθισμένη απέναντι του για αυτή τη συνέντευξη, εντυπωσιασμένη από τη γνωριμία. «Δεν συνομιλώ και κάθε μέρα με οπερατικούς τραγουδιστές», ξεφούρνισα για να δικαιολογηθώ. «Η όπερα είναι πραγματικά κάτι εντυπωσιακό. Πολλοί ηθοποιοί, μεγάλες παραγωγές, σκηνικά, αλλά κυρίως είναι η μουσική, μουσική μαζί με λόγο, είναι η μουσική μαζί με θέατρο, είναι όντως εντυπωσιακό» παραδέχτηκε. Ο ίδιος ισχυρίζεται σήμερα ότι δύσκολα θα έκανε άλλη δουλειά. Δεν είχε φανταστεί βέβαια όταν ξεκινούσε το τραγούδι, πως θα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο για παραστάσεις. Γεννηθής το 1970, μεγάλωσε στην Καλαμάτα, σε ένα σπίτι όπου η μουσική ήταν συστατικό της ζωής. Οι γονείς του, Καίτη και Αντώνης, εκπαιδευτικοί, ήταν ερασιτέχνες χορωδοί. Σε χορωδίες μπήκαν και από μικρά και τα παιδιά τους, ο Δημήτρης και ο νεότερος Μιχάλης. Όταν τελειώνει στο σχολείο, περνάει στην Αγγλική Φιλολογία, του άρεσαν πολύ οι γλώσσες. Εν τω μεταξύ έχει μπει στο ωδείο και έχει προχωρήσει με σπουδές κιθάρας. Ως φοιτητής, ήταν ήδη κλασικός κιθαριστής. Αφού ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές της κιθάρας, τυχαία ανοίγει μια θέση στο Δημοτικό Ωδείο της Καλαμάτας και έτσι επιστρέφει από την Αθήνα και αρχίζει να διδάσκει εκεί για 3-4 χειμώνες. Γυρίζει στο πατρικό, ανεξάρτητος πια, ωστόσο τρώει καθημερινά με τους γονείς του. «Λόγω του ωραρίου των γονιών μου, τρώγαμε πάντα νωρίς στο σπίτι, μια συνήθεια που έχει διατηρηθεί από όταν ήμουν παιδάκι στο σχολείο. Από 13.30 μέχρι τις 14.00 ήταν ώρα φαγητού. Η μητέρα μου, μισή Ναουσαία και μισή Πόντια, μαγειρεύει εξαιρετικά. Αργότερα διαπίστωσα πως και ο πατέρας μου είναι καλός μάγειρας, ιδιαιτέρως στα της κατσαρόλας. Το σπίτι είναι εστία για μένα. Ακόμα και σήμερα που επισκέπτομαι τους γονείς μου με την συζυγό μου, τρώμε νωρίς μαζί τους κι ας έχουμε να πάμε μετά για φαγητό. Είναι μια σταθερά. Τις Κυριακές στο τραπέζι είχαμε κοτόπουλο με πατάτες, μακαρόνια με κιμά, κρέας με κάτι αμυλούχο, τα γνωστά πολύ νόστιμα», λέει.

Δηλώνει φανατικός του κρασιού, του Ασύρτικου, του Ξινόμαυρου και της Μαυροδάφνης, σε ξηρή οινοποίηση.

Το 1999 αρχίζει το τραγούδι. Όσο είναι καθηγητής στο ωδείο, ξεκινά σπουδές με την τότε τραγουδίστρια της Λυρικής, Μαρία Μαρκέτου. «Η δασκάλα μου με ώθησε στο οπερατικό τραγούδι. Λίγο αργότερα παίρνω την υποτροφία Τριάντη, από το Σύλλογο Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου και αποφασίζω να πάω στην Κρεμόνα, σε μια δασκάλα που μου είχαν συστήσει, ιδιωτικά. Μαθαίνω ιταλικά πολύ γρήγορα καθώς η δασκάλα ήταν γιαπωνέζα και δεν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε αλλιώς. Εκεί δεν είχα φίλους, λίγους γνωστούς μόνο, η πόλη ήταν μικρή, πολύ διάσημη βέβαια για τα βιολιά. Εζησα κάπως μοναχικά εκεί, πήγαινα και ερχόμουν για δυο χρόνια και ήμουν συγκεντρωμένος στο τραγούδι. Όταν επέστρεψα, η πρώτη μου δουλειά ήταν στην παιδική σκηνή της Λυρικής. Λίγο αργότερα ήρθαν μεγαλύτεροι ρόλοι. Με βοήθησε στην φωνητική μου εξέλιξή και η γυναίκα μου, Χριστίνα Γιαννακοπούλου, που ήταν πιο έμπειρη από εμένα, με σπουδές στο εξωτερικό και καριέρα», εξηγεί.

Με ελληνικό κρασί από την κάβα του Γιώργου Γκάτσου.

Το ψυγείο που φιγουράρει στη Φάμπρικα του Ευφρόσυνου, ένα από τα αγαπημένα του μαγαζιά στην Αθήνα.

«Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει τραγουδιστής όπερας;» αναρωτιέμαι. «Μάλλον όχι. Χρειάζεται φωνή, αλλά δεν χρειάζεται μόνο φωνή. Είναι το ταλέντο και ένα σωρό άλλα εφόδια που εξελίσσονται αργά, χωρίς η διαδικασία να σταματάει ποτέ. Οι τραγουδιστές της όπερας χρησιμοποιούν όλο το σώμα τους για να παράγουν ήχο. Γι’αυτό και οι περισσότεροι δεν χρειάζονται ηλεκτρική ενίσχυση, δηλαδή μικρόφωνο, σε αντίθεση με τους τραγουδιστές της ελαφριάς μουσικής. Όλα σχετίζονται με την χρήση του σώματος και φυσικά της αναπνοής μας. Από την αρχή πρέπει να καταλάβεις ποιος είναι ο τρόπος να λειτουργούν συγχρονισμένα όλα τα στοιχεία στο σώμα σου. Γι’αυτό και κάποιοι αντέχουν να κάνουν τους πρώτους ρόλους, ενώ άλλοι όχι», εξηγεί.

Το ψυγείο δεν έχει μόνο διακοσμητικό ρόλο, λειτουργεί κανονικά και δροσευρεύει τις ανοιχτές φιάλες.

Τον ρωτάω αν υπάρχει κάποιος ρόλος που ήθελε να ενσαρκώσει και μου απαντάει «τον Ριγκολέττο», επιστρέφοντας σε μια παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε και αποθεώθηκε για την φλογερή ερμηνεία του. «Είναι ένας δύσκολος ρόλος, φωνητικά και δραματικά. Βρήκα ωστόσο έναν τρόπο να τον τραγουδάω και να ταυτίζομαι με αυτό. Ήταν δε, παρακινδυνευμένο να πάω πρώτη φορά στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, ένα τόσο μεγάλο θέατρο, με ένα τόσο δύσκολο έργο σαν αυτό», σημειώνει.

Δύσκολη είναι και η περίοδος πριν τις παραστάσεις, όπου οι τραγουδιστές είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί. Δεν πρέπει να αρρωστήσουν, δεν βγαίνουν, δεν πίνουν αλκοόλ, δεν τρώνε βαριά. Στα ταξίδια για δουλειά θυμάται πως έχει φάει σε πολύ καλά εστιατόρια, δημιουργικά, μοριακά, μοντέρνα. αλλά και σε πολύ κλασικά ευρωπαϊκά στέκια, φαγητό που τον έχει εντυπωσιάσει. Όταν δεν είναι σε περίοδο παραστάσεων, το «έξω» είναι η καλύτερή του. Από την Καλαμάτα γνωρίζεται με τον Πέρι Παναγιωτακόπουλο, που ασχολείται με την εστίαση και το κρασί. Μέσω αυτού έχει κάνει εδώ και μερικά χρόνια στην Αθήνα μια παρέα με «κρασάδες» και ανθρώπους που τους αφορά το φαγητό. Σήμερα λέει φίλους του διάφορους ανθρώπους του κρασιού, παραγωγούς, διανομείς, εστιάτορες. Βγαίνουν έξω, μαγειρεύουν ο ένας στο σπίτι του άλλου, πάνε διακοπές. Φίλοι γίνονται άλλωστε όλοι όσοι μοιράζεσαι μαζί τους κουβέντες γύρω από τραπέζια.

«Λόγω της Ναουσαίας μητέρας μου, θυμάμαι να πίνουμε εξαιρετικά Ξινόμαυρα του Μπουτάρη το 1990. Εργάζονταν στο οινοποιείο μέλη της ευρύτερης οικογένειάς μου. Τότε δεν μπορούσα να τα αξιολογήσω πλήρως, δεν είχα την εμπειρία, αλλά πλέον λατρεύω το Ξινόμαυρο και ξέρω πως λειτουργεί η κυτταρική μνήμη. Μου αρέσει επίσης το Ασύρτικο, η ξηρή οινοποίηση της Μαυροδάφνης. Μου αρέσουν και οι Βουργουνδίες», αναφέρει.

Ο μάγειρας και ιδιοκτήτης της Φάμπρικας του Ευφρόσυνου έφτιαξε κεφτέδες με πατάτες για τον καλό του φίλο, αν και δεν υπάρχουν στο μενού του εστιατορίου του.

Κι από φαγητό; Αναρωτιέμαι αν του αρέσει το fine dining, η δημιουργική κουζίνα. «Αν έπρεπε να διαλέξω, θα προτιμούσα πιο απλό φαγητό, αλλά, ναι, φυσικά μου αρέσει. Δεν αποκλείω την υψηλή γαστρονομία από τις εξόδους μου. Και στην Καλαμάτα βγαίνω, έχει κάποια ωραία εστιατόρια, θυμάμαι να τρώω ωραία έξω, ειδικά τα τελευταία χρόνια και ειδικά ψάρι. Μου αρέσει πολύ το φαγητό με παρέα, ωστόσο έχω μερικές ιδιοτροπίες που καμιά φορά γίνονται απαγορευτικές για τις εξόδους. Δεν τρώω μοσχάρι, δεν τρώω αρνί, δεν τρώω κατσίκι. Από κρεατικά μόνο χοιρινό και πουλερικά. Γενικά δεν μου αρέσουν τα μεγάλα κομμάτια κρέατος. Τρώω κάποιες φορές εντόσθια, τρώω και κιμά. Θέλω μεζεδάκια, συκωτάκι, κεφτεδάκια, όλα τσίμπα-τσίμπα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει πως από τους κιμάδες καταλαβαίνεις τα εστιατόρια. Δεν έχω ξεχάσει ποτέ, από την παιδική μου ηλικία, τους κεφτέδες με τηγανητές πατάτες που τρώγαμε σε ένα μαγαζί πάνω στη θάλασσα. Το λέγανε “τουριστικό”, ήταν ένα τουριστικό περίπτερο στην παραλία, περίπου 20 λεπτά από την πόλη. Τότε αυτό σήμαινε εκτός Καλαμάτας, δηλαδή μακριά, σαν ημερήσια εκδρομή», λέει. «Ήταν εξαιρετικά νόστιμα. Αλλά κυρίως ήταν το μπάνιο στη θάλασσα και ο κεφτές μαζί. Ένα παιδικό αμαρτωλό σνακ, που γενικά απαγορευόταν, αλλά όταν ήταν παρόντες οι γονείς, επιτρεπόταν», δικαιολογείται με χιούμορ, και συνεχίζει το έργο για τον κεφτέ: «Οι κεφτέδες πρέπει να έχουν υποχρεωτικά λίγο κύμινο. Έτσι τους φτιάχνει η γυναίκα μου, που μαγειρεύει εξαιρετικά. Κεφτέδες θυμάμαι και από τις γιαγιάδες μου, άλλους έφτιαχνε η Ναουσάια και άλλους η Καλαματιανή. Θεωρώ πως ο κεφτές είναι η πεμπτουσία του κρέατος. Όποιος ξέρει να φτιάχνει κεφτέδες (και ίσως και μπιφτέκια) ξέρει και να μαγειρεύει».

Ο Δημήτρης Πλατανιάς, εκτός σκηνής, χωρίς κοστούμι, ένας καλοφαγάς πρώτης τάξης με στιβαρή άποψη για τη γαστρονομία.

Ο Δημήτρης Πλατανιάς φωτογραφήθηκε σε ένα από τα αγαπημένα του μαγαζιά στην Αθήνα, τη Φάμπρικα του Ευφρόσυνου, του Γιώργου Γκάτσου, ο οποίος έφτιαξε χοιρινούς κεφτέδες με πατάτες τηγανητές για τον καλό του φίλο. Δυστυχώς για εσάς που δεν τους δοκιμάσατε, οι κεφτέδες δεν είναι στο βασικό μενού του εστιατορίου. Ελπίζουμε όμως μετά από αυτό το δημοσίευμα να μπουν.

Τον Ιούλιο 2022 στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών θα τον δούμε στο Ηρώδειο στην όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι να ενσαρκώνει τον Σκάρπια.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών