Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, όταν φτιάχνει γεμιστά, να εννοεί αυτομάτως «γεμιστές πιπεριές», στην Ελλάδα όμως τα γεμιστά είναι συνταγή ταυτισμένη με τις ντομάτες. Θεωρείται φαγητό αυθεντικά ελληνικό, όπως άλλωστε και τα περισσότερα λαδερά του καλοκαιριού: το μπόλικο λαδάκι στο πιάτο πρέπει σχεδόν απαραίτητα να έχει κοκκινωπό χρώμα και ντοματένια γεύση. Και όμως, η ντομάτα είναι ένα σχετικά νεότατο συστατικό της κουζίνας μας. Στο τεύχος του περασμένου Μαρτίου του «Γαστρονόμου», ολόκληρο αφιερωμένο στην ελληνική κουζίνα λίγο πριν από το 1821, δεν υπήρχε ούτε μία συνταγή με ντομάτες, ούτε καν η παραμικρή αναφορά.
Ο λόγος; Μέχρι και τα χρόνια της Επανάστασης, οι ντομάτες ήταν σχεδόν άγνωστες στους Έλληνες. Στην υπόλοιπη Ευρώπη είχε ξεκινήσει ήδη η εξοικείωση με τον ζουμερό κόκκινο-μοβ καρπό, εδώ όμως δεν τον ήξερε κανείς. Παρ’ όλα αυτά, μια μικρή ομάδα κατοίκων της πόλης γνώριζε καλά τις ντομάτες, τις καλλιεργούσε σε γλάστρες ως καλλωπιστικά φυτά και, συχνά, τις χρησιμοποιούσε για φαρμακευτικούς σκοπούς. Η μικρή αυτή ομάδα ήταν οι μοναχοί της Μονής Καπουτσίνων της Αθήνας.
Οι Καπουτσίνοι ήταν ένα από τα καθολικά μοναστικά τάγματα που ίδρυσαν μονές στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και, ίσως, το πλέον αγαπητό στους Αθηναίους: Οι Καπουτσίνοι είχαν ταπεινή συμπεριφορά αλλά και εμφάνιση (το γνωστό τραχύ, τρίχινο ράσο με το σχοινί γύρω από τη μέση και τη φαρδιά καλύπτρα στο κεφάλι, που στα ιταλικά λέγεται «capuccio», εξ ου και το όνομά τους, καπουτσίνοι) και φαίνεται πως έδειξαν σεβασμό και συμπόνια στον κατακτημένο αθηναϊκό πληθυσμό. Σε αντίθεση, λόγου χάρη, με τα τάγματα των Βενεδικτίνων, που ίδρυσαν μονή στο Δαφνί, και των Ιησουιτών, των οποίων η μονή βρισκόταν στον οδό Μητροπόλεως, που δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθή και δεν έγιναν ποτέ αποδεκτά από τους Αθηναίους. Οι Γάλλοι Καπουτσίνοι ίδρυσαν τη μονή τους στην Αθήνα το 1658. Έναν χρόνο αργότερα, αγόρασαν ένα οίκημα στην Πλάκα, στον αυλόγυρο του οποίου βρισκόταν το Μνημείο του Λυσικράτους (γνωστό έως σήμερα και ως Φανάρι του Διογένους), το οποίο μετέτρεψαν σε μονή. Η δράση τους ήταν φιλανθρωπική, με την οριζόντια έννοια του όρου. Βοηθούσαν τους φτωχότερους κατοίκους παρέχοντας τροφή και φροντίδα, ιδιαίτερα όμως παρείχαν τις ιατρικές και νοσηλευτικές τους υπηρεσίες. Ξεχωριστή συμπάθεια μάλιστα έδειχναν οι Αθηναίοι στον πρώτο ηγούμενο της μονής, Σίμωνα, ο οποίος κατείχε ιατρικές γνώσεις και τις πρόσφερε αφιλοκερδώς σε όσους είχαν την ανάγκη τους.
Οι Καπουτσίνοι πραγματοποίησαν πολλές αρχαιολογικές και χαρτογραφικές μελέτες στην Αθήνα, κατέγραψαν αρχαία μνημεία και τοποθεσίες και κατήρτισαν το πρώτο λεπτομερές πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας. Ίδρυσαν μάλιστα και το πρώτο καθολικό σχολείο στην Αθήνα, γεγονός που τους χάρισε το όνομα «φραγκοπατέρες», με καλοπροαίρετο σκεπτικό πάντα.
Η μονή τους αποτέλεσε ξενώνα στον οποίο φιλοξενήθηκαν πολλοί γνωστοί περιηγητές της Ελλάδας, κάποιοι ωστόσο όχι και με τόσο αγαθές προθέσεις, όπως για παράδειγμα ο συνεργάτης του Έλγιν, Ιταλός ζωγράφος Τζοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, που βοήθησε τον Σκωτσέζο λόρδο να κατακλέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Λέγεται άλλωστε ότι θέλησε να δωροδοκήσει τους Καπουτσίνους, προκειμένου να αποσπάσει το Μνημείο του Λυσικράτους και να το μεταφέρει στο Λονδίνο, αλλά οι μοναχοί αντιστάθηκαν σθεναρά.
Ανάμεσα στους φιλοξενούμενους ήταν και ο Λόρδος Βύρωνας το 1810. Στη Μονή λέγεται ότι εμπνεύστηκε και έγραψε την «Κατάρα της Αθήνας». Ο Βύρωνας ενθουσιάστηκε από την παραμονή του, γράφοντας μάλιστα ενθουσιώδεις επιστολές σε φίλους του στην Αγγλία, για το προνόμιο να βρίσκεται σε ένα μέρος που συνδύαζε ιστορία, πολιτισμό και πανέμορφη φύση.
Η μονή όμως έπαιξε και γαστρονομικό ρόλο στην ιστορία της Αθήνας, και αυτός είναι που μας αφορά περισσότερο εδώ. Σύμφωνα με καταγραφές, ο τελευταίος ηγούμενος της μονής, ο Φραγκίσκος, έφερε σπόρους ντομάτας από το εξωτερικό το 1818 και τους φύτεψε σε γλάστρες, καλλιεργώντας ντοματιές για λόγους καλλωπιστικούς. Ο καρπός δεν έτυχε άμεσης αποδοχής από τους Αθηναίους, οι οποίοι έδειξαν φανερή δυσπιστία για τη βρώση του, δέχτηκαν όμως να καλλιεργούν την ντοματιά ως διακοσμητικό φυτό στις αυλές τους και έφτιαχναν με αυτήν γλυκά, άργησαν ωστόσο πολύ να την αξιοποιήσουν στη μαγειρική τους. Όταν τελικά κάμφθηκαν και οι τελευταίες αντιστάσεις τους, αρκετές δεκαετίες αργότερα, της έδωσαν και κατάλαβε. Γρήγορα η καλλιέργειά της μεταφέρθηκε στα νησιά και στην Πελοπόννησο, όπου εξελίχθηκαν ενδημικές ποικιλίες, ενώ, ακόμη πιο γρήγορα, έγινε βασικό υλικό σε ένα ολόκληρο πλήθος από φαγητά. Χωρίς ντομάτες δεν θα είχαμε εμπνευστεί τη χωριάτικη σαλάτα (δημιούργημα των ταβερνιάρηδων της Πλάκας), τα γεμιστά, τις χωριάτικες ντοματόσουπες όπως το μενουδέλι, τα κοκκινιστά, τα λαδερά. Αγαπήθηκε τόσο η ντομάτα στα ελληνικά νοικοκυριά, ώστε μέχρι και πελτέδες γεννήθηκαν για να φυλαχθεί η αψάδα του νεόφερτου καρπού όλο τον χρόνο. Ένα μέρος αυτής της γαστρονομικής μας κουλτούρας το χρωστάμε στους Καπουτσίνους της Αθήνας.
Δυστυχώς, το τέλος της μονής ήταν σκληρό, αφού κάηκε ολοσχερώς στη διάρκεια της πολιορκίας των Αθηνών από τον Κιουταχή, το 1826. Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια μέχρι οι Γάλλοι αρχαιολόγοι να καθαρίσουν τα ερείπιά της και να αποκαλυφθεί το Μνημείο του Λυσικράτους, μέρη του οποίου βλέπουμε σήμερα στην ομώνυμη πλατεία στην Πλάκα, στη διασταύρωση των οδών Βύρωνος και Λυσικράτους. Περνώντας από εκεί, πέρα από ένα παράθυρο στον χρόνο, αντικρίζουμε και τον τόπο έλευσης της πρώτης ντομάτας στην Αθήνα.
Σχετικά Αναγνώσματα
Ζωή Ε. Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη, «Ο ελαιώνας της Αθήνας», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2005.
Δημήτριος Γ. Καμπούρογλου, «Αι παλαιαί Αθήναι», εκδόσεις Καραβίας, Αθήνα 1998 (α ́ έκδοση, 1922).
Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, «Αθήνα ζαφειρό- πετρα», εκδόσεις M-press, Αθήνα 2014.