ΑΓΟΡΑ

Τα πιο νοσταλγικά γλυκά της Αθήνας

Ντεμοντέ ποντικάκια, ρετρό αμυγδάλου, βίντατζ χιονούλες. Γλυκά με άρωμα παλιάς Αθήνας, που πρέπει πάση θυσία να κρατήσουμε στην επικαιρότητα.

20.10.2021| Updated: 21.10.2021
Φωτογραφίες: Νίκος Καρανικόλας
Τα πιο νοσταλγικά γλυκά της Αθήνας

H γιαγιά Τέτα έπαιρνε τις «γλυκές» αποφάσεις στην οικογένειά μας. Για βεγγέρες σε συγγενικά και φιλικά σπίτια, αλλά και για «ευχαριστώ» στους γιατρούς, προμηθευόταν πάντα πάστες αμυγδάλου. «Βάλτε μου στο μεγάλο κουτί όσες χωράνε», έλεγε στον υπάλληλο του Μικέ, τονίζοντας κάθε, μα κάθε φορά ότι «βάλτε μου μόνο αν είναι φρέσκες» –στο τσακίρ κέφι μού έλεγε: «ας πάρουμε και μια σοκολατίνα που σου αρέσει». Μάλιστα νομίζω ότι οι σοκολατίνες του Μικέ ήταν οι μόνες που κάπως της άρεσαν κι εκείνης. Οι ελάχιστες φορές που έκανε παρασπονδία στις αμυγδάλου ήταν όταν ανακάλυψε αυτό το θαύμα, το πρώτο υβριδικό γλυκό που είδε ποτέ η Αθήνα, το γαλακτομπούρεκο κανταΐφι από το Κοσμικόν. Να αναφέρω πάντως πως όταν ήταν στο χέρι της μητέρας μου, το κουτί με τα γλυκά περιείχε ποντικάκια. Κατόπιν πολλαπλών γευστικών δοκιμών, η οικογένεια Μακρυωνίτη είχε καταλήξει ομόφωνα σε εκείνα τα ποντικάκια που ακόμα φτιάχνουν οι Αφοί Ασημακόπουλοι.

Ποντικάκια, Αφοί Ασημακόπουλοι

Σοκολατίνα, Μικέ

Πάστα αμυγδάλου, Μικέ

Όσες φορές χρειάστηκε να πάρω τις δικές μου αποφάσεις, κυρίως όταν επρόκειτο να πάω γλυκά στο σχολείο για να κεράσω στη γιορτή μου, καθόμουν μπροστά στη βιτρίνα στο Μητροπολιτικόν στη Βουλής, και, σάμπως και ψώνιζα σπίτι, έκανα τρακόσιες ώρες να αποφασίσω αν θα πάρω εργολάβους ή καριόκες. Συνήθως κατέληγα στις δεύτερες, και έπαιρνα κι ένα μικρό κουτί εργολάβους για εσωτερική κατανάλωση. Ακόμα τα φτιάχνουν αυτά τα γλυκά, και δεν ξέρω γιατί είχα τόσο καιρό να τα τιμήσω. Μια φορά αναγκάστηκα και παραστράτησα γιατί είχαμε πάει στα Γιούλια για τσουρέκι και παγωτό και «μην τρέχουμε τώρα και στο Σύνταγμα» μού είχαν πει οι δικοί μου, κι έτσι διάλεξα, θυμάμαι, τις χιονούλες. Δεν το μετάνιωσα και πότε πότε περνάω ακόμα και αγοράζω ένα κουτί για καμιά επίσκεψη.

Μητροπολικόν, καριόκες

Στο σπίτι τώρα, όταν περιμέναμε κόσμο σε γιορτές και γενέθλια, δεχόμασταν με μεγάλη χαρά και τιμούσαμε δεόντως τους μπαμπάδες που μας έφερναν συγγενείς από τα νότια προάστια που έκαναν τη στάση τους στο Ρίο. Όταν μας έφερναν σοκολατίνες, εμείς επιλέγαμε τις πιο σκούρες και ο πατέρας μου τις πιο ανοιχτόχρωμες – υπάρχει μια δημώδης ρήση που λέει ότι «η νύφη σαν θα γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάσει» και μάλλον ισχύει και για τον γαμπρό, αφού κι ο μπαμπάς, όπως και η γιαγιά, είναι λάτρης της πάστας αμυγδάλου και γενικότερα των ανοιχτόχρωμων γλυκών. Τις σεράνο λοιπόν, τις έτρωγε συνήθως μόνος του ο πατέρας μου – για να φάει μια πάστα θέλει τρεις μέρες, την τρώει αργά γιατί έτσι την απολαμβάνει, λέει, ειδάλλως μπουχτίζει. Όταν εδέησα πια να τη δοκιμάσω κατάλαβα τι έχανα. Κάποια στιγμή, πολλά χρόνια αργότερα, δοκίμασα τη σεράνο του Παρλιάρου, ερωτευτήκαμε παράφορα και εκεί κάπου τελείωσε η αναζήτηση για την τέλεια σεράνο.

Στον Βάρσο, για σπέσιαλ παγωτό και νουγκατίνες

Rio, μπαμπάδες

Μια δυο φορές μας είχαν φέρει και από τον Βάρσο το σπέσιαλ παγωτό καϊμάκι του και νουγκατίνες που άρεσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, κυρίως στη γιαγιά και τον μπαμπά, και κάποια στιγμή, όταν έφερε στη μόδα ο Ανδριάς το προφιτερόλ και η έμπειρη θεία μου που έψαχνε πάντα τους νεωτερισμούς το ανακάλυψε και μας το έφερε, έγινε κυριολεκτικά μάχη στο σπίτι – μεταξύ εμού και της μητρός μου.

Δεν κρύβω πως όταν ανοίγαμε τα κουτιά με τα πτι φουρ, τα βουτήματα και τα σμυρναίικα κουλούρια, έπεφτε μια ψιλοπαγωμάρα στην οικογένεια, μια μικρή απογοήτευση, ένα αμυδρό στραβομουτσούνιασμα. Κλείναμε το κουτί κι αλλάζαμε κουβέντα. Φυσικά όταν ερχόταν η ώρα να πάρουμε ένα τσάι ή να πιούν εκείνοι τον καφέ τους κι η αφεντιά μου ένα ζεστό κακάο, τα πτι φουρ και τα σμυρναίικα τα τιμούσαμε δεόντως σε υποβρύχιες αποστολές… Από όσα είχαμε κατά καιρούς δοκιμάσει, νομίζω είχαμε δώσει σαφές προβάδισμα στα πτι φουρ από το Ελληνικόν του Κολωνακίου, και τα ωραία βουτήματα και τα σμυρναίικα του φούρνου Σταυρόπουλου.

 

– Μικέ, Δημ. Σούτσου 9, Πλατεία Μαβίλη, T/210-64.63.091, Καλλιγά 33, Φιλοθέη, T/210-68.00.062

– Κοσμικόν, Λεωφ. Ιωνίας 104, Άγ. Νικόλαος, T/210-86.49.124, Αγ. Αλεξάνδρου 102, Π. Φάληρο, T/210-98.11.677, Χαλανδρίου 34, Αγ. Παρασκευή, T/210/60.86.337

– Αφοί Ασημακόπουλοι, Χαριλάου Τρικούπη 82, Αθήνα, T/210-36.10.092

– Μητροπολιτικόν, Βουλής 39, Σύνταγμα, T/210-32.40.654

– Τα Γιούλια, Αλέκου Παναγούλη 74, Νέα Ιωνία, T/210-27.78.840, Αναγεννήσεως 49-51, Νέα Ιωνία, T/210-27.78.840,

Μεσολογγίου 24, Νέα Ιωνία, T/210-27.99.766

– Ρίο, Πρωτέως 4-8, Παλαιό Φάληρο, T/210-98.31.892

– Sweet Alchemy, Ηροδότου 24, Κολωνάκι, T/210-72.40.205

– Βάρσος, Κασσαβέτη 5, Κηφισιά, T/210-80.12.472

– Ανδριάς, Λεωφ. Καποδιστρίου 92, Φιλοθέη, T/210-27.55.793, 210-27.72.090

– Ελληνικόν, Πατριάρχου Ιωακείμ 26, Κολωνάκι, T/210-36.01.858

– Φούρνος Σταυρόπουλου, Γαμβέτα 4, Αθήνα, T/210-38.47.006

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών