Ήθελε χέρι σταθερό, μα λεπτό, προσεκτικό. Ώστε να τραβήξεις διά μιας, όχι απότομα και το καταστρέψεις, το τρυφερό πώμα από τον βλαστό και να απελευθερωθεί η αδιόρατη στο μάτι σταγόνα από το μέλι. Έφερνες το άνθος στο στόμα και ρουφούσες. Όσα δεν έβλεπε το μάτι τα ένιωθε και τα ευφραινόταν η γλώσσα. Όλη η δεξιά πλευρά στις ψηλές σκάλες της οδού Λυκαβηττού, μετά την πλατεΐτσα, πάνω από την Αναγνωστοπούλου και μέχρι να φτάσει σχεδόν στον Περιφερειακό, ήταν γεμάτη από ψηλό, πυκνό αγιόκλημα. Τώρα που το αναλογίζομαι, θα πρέπει να ’ταν το πιο εξοχικό σημείο του κέντρου της Αθήνας. Ανεβοκατέβαινα τα σκαλιά δυο φορές τη μέρα, κι όσο κι αν οι μέλισσες αφθονούσαν γύρω από το αγιόκλημα, όλο και μπορούσα να ξεδιαλέξω ώριμα άνθη για να τρυγήσω το μέλι τους. Ούτε καν σταγόνα, μια τόση δα υποψία ήταν, με ένα άρωμα και μια αιφνίδια γλύκα που τόσα χρόνια που πέρασαν δεν την έχουν μειώσει.
Εκεί οφείλεται η αγάπη μου για τα αναρριχητικά, νομίζω. Τα αναρριχητικά φυτά, διευκρινίζω. Αυτά που ζητούν τόσο λίγα από φροντίδες και που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα μπορούν να μεταμορφώσουν ακόμη κι ένα αστικό μπαλκόνι σε κουκούλι δροσιάς και ηρεμίας. Πράσινο χλοερό, πράσινο βαθύ –άλλα μεγαλώνουν αργά, άλλα αναπτύσσονται τρέχοντας ολοταχώς–, κισσοί και παρθενόκισσοι, μόνο νερό χρειάζονται για να καλύψουν τους ζεστούς τοίχους. Κι από δίπλα αγιόκλημα, που τώρα πια, εκτός από το υπόλευκο, βρίσκεις και κίτρινο και ρόδινο. Και πιο δίπλα τα γιασεμιά, το αξεπέραστο λευκό, το πιο ταπεινό, το πιο μεγαλειώδες, που περνούσαν τα κορίτσια σε πευκοβελόνες κάνοντας γιρλάντες, που αρωμάτιζε κόρφους, το δόξαζε ο Σεφέρης κι έχει την αποστομωτική ομορφιά που διαρκεί λιγότερο από ένα 24ωρο – τόσο ή και λιγότερο ζουν τα κομμένα άνθη του. Παραδίπλα στο ταρατσάκι μας, είναι το παραπαίδι, που αποδείχτηκε κύκνος. Το γαλάζιο γιασεμί δεν το ύμνησε κανείς. Κολλάει πάνω σου με τα ελαφρώς χνουδωτά φυλλαράκια του κι είναι έτοιμο να ξεραθεί αν το αφήσεις διψασμένο έστω και μία μέρα. Παρακατιανό, γιατί δεν διαθέτει άρωμα, αλλά… τι χρώμα! Γαλανό, γαλάζιο, καταγάλανο, καθαρό, συννεφιασμένο, κι αν είσαι μάστορας και θες να παίξεις με την απόχρωσή του, αυξάνεις το κάλιο στο φυτό και το γαλάζιο γίνεται και λίγο μολυβί.
Αυτό είναι το κουκούλι μας, αυτή είναι η αυλή μας εν μέσω ελληνικού, αρχετυπικού θέρους. Και μέσα σ’ αυτή την αστική κάψουλα παραμένουν διόλου λίγοι όσοι αναγκάστηκαν ή και επέλεξαν να μη μετακινηθούν σε θάλασσες, σε συνωστισμούς και σε υποχρεωτική νόρμα χαλάρωσης. Γαληνεύουν εκεί μέσα και, όταν σουρουπώσει για τα καλά, στρώνουν τραπέζι και φέρνουν να μοιραστούν όσα αυτό ειδικά το τεύχος 160 του «Γαστρονόμου» κερνάει. Ποιος είπε ότι η μεσογειακή καλοκαιριάτικη απλότητα έχει φόντο παραλίες;
*To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Αυγούστου, τεύχος 160.