Ωδή στη «μακρινή μητέρα», στο «ρόδο το αμάραντο» της μνήμης.

Σαν φύγεις από το σπίτι σου, «…σε όποιο μέρος της γης κι αν σε πάει η τύχη ή η ατυχία σου…», κουβαλάς μαζί σου την πατρίδα. Για πάντα. Λέξεις, με τις οποίες στολίζεις το καθετί που συναντάς. Γεύσεις, που ανασύρει η μνήμη. Τραγούδια, που μετρούν την κάθε χαρά, την κάθε λύπη. Όσα η ζωή μάς επιφυλάσσει, τα ντύνει όμορφα η ρίγανη, το μοσχοκάρφι, μια μπουκιά προζυμένιο ψωμί βουτηγμένο στο αγουρόλαδο, μια ομοιοκαταληξία που κάνει ρίμα, ένα δεξιοτεχνικό σούρσιμο του δοξαριού. Κάρι, τσίλι, κουρκουμάς, μοσχοσίταρο, μια σταλαγματιά λάιμ, μια κουταλιά σμετάνα, μια χρυσαφένια ρέγκα, μια μπουκιά ρύζι τυλιγμένο στο αμπελόφυλλο με τον άνηθο, στο φύκι με το wasabi… Όλα σε στέλνουν νοερά «από κει που ήρθες». Όλα πατρίδα.

Το τεύχος 162 του Οκτωβρίου ήταν μια ωδή στη «μακρινή μητέρα», στο «ρόδο το αμάραντο» της μνήμης. Μου έτυχε ταξίδι στη Λήμνο αυτό το καλοκαίρι. Χαρά των ματιών ανίδωτη, νησί-έκπληξη, πλούσιο σε ομορφιά και γεύση. Σαν όπως πολλά άλλα νησιά μας τσακίστηκε επί σειρά δεκαετιών από τη φυλλορροή δεκάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων του, που έφυγαν μετανάστες προς όλες τις κατευθύνσεις, μέσα και έξω από την Ελλάδα. Πάνε κι έρχονται σήμερα, πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς Λημνιοί από Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία, επισκέπτες στο νησί, παραθεριστές μακράς διαρκείας, που ξεκαλοκαιριάζουν στα ξαναζωντανεμένα σπίτια των γονιών και των παππούδων τους. Απόδειξη πως εν ζωή το κορμί μεταναστεύει, η ψυχή μένει πίσω.

Η Λήμνος μπορεί να φέρει πίσω τα παιδιά της. Έχει περιθώρια αειφόρου αναπτυξιακής προοπτικής. Με καλύτερη συγκοινωνία, υποδομές, κίνητρα, τώρα που οι μεταναστευτικές ροές μάς δείχνουν τι συνέβη χρόνια πριν στην Ελλάδα και πώς «οξειδώθηκαν μες στη νοτιά των ανθρώπων» τα όνειρα πολλών γενιών. Να γυρνάς είναι η μια όψη. Η άλλη είναι να σου δίνονται ευκαιρίες να μείνεις. Στη Λήμνο του σήμερα, οι νέοι μένουν και έχουν λόγο σοβαρό. Κρατάνε τον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα στα χέρια τους. Έχουν γνώσεις, σπουδές, όρεξη, όνειρα, αγάπη για το νησί. Έχουν εξαιρετικό κρασί, αλεύρι και προϊόντα αλευροποιίας, τυριά, αρωματικά φυτά, ζυμαρικά, μέλια, αλίπαστα, αλλαντικά, ελαιόλαδο… Ζουν σε τόπο ελυτικό και σε τοπία που ζωντανεύουν πίνακες του Βαν Γκογκ.

Ζυμώνουν γεύσεις Αιγαίου, Ανατολής, Μακεδονίας και Θράκης. Γεύσεις χωρίς διαχωριστικές γραμμές, χωρίς ταμπέλες και άλλες σκοπιμότητες. Άλλωστε, «δεν υπάρχουν φαγητά-πρόσφυγες και φαγητά-μετανάστες». Το, κατά την προσωπική μου γνώμη, τεύχος των τευχών του «Γαστρονόμου» ξεχείλισε αγάπη. Φώτισε δύσκολες ανθρώπινες ροές της ζώσας ιστορίας. Μας ξενάγησε σε μέρη αταξίδευτα, άγνωστους τόπους στη γειτονιά. Μίλησε για πατρίδες, μητέρες μακρινές. Και κάτι ακόμα. Φρόντισε να αναδείξει τη σημασία του λόγου, συγκεντρώνοντας τα γραπτά όσων μαγειρεύουμε λέξεις, πλάθουμε ιστορίες, σε μια ενότητα με τον υπέρτιτλο «Λόγια». Ως περιοδικό υλικού πολιτισμού, με μότο «η μαγειρική χωρίς μυστικά», δεν μπορεί παρά να αναδεικνύει και όσα γύρω μας συμβαίνουν με λόγο πολύπλευρο και καθαρό.

*To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Νοεμβρίου, τεύχος 163.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών