Κάθεται στο τραπέζι. Η καρέκλα λίγο στο πλάι, το ένα χέρι πουλάκι ακίνητο στην ποδιά, το άλλο με τον αγκώνα πάνω στον μουσαμά, η χούφτα βαστά το κεφάλι της. Τα μαλλιά της σφιχτός κότσος. Στο τραπέζι ένα ταψί τυρόπιτα. Φτενή, όπως πρέπει. Όπως της αρέσει. Όπως πρέπει. Λείπει ένα κομμάτι. Απέναντι, στην ξεχαρβαλωμένη σερβάντα, καίει ένα κερί.

Από το κομμάτι που λείπει χάσκει ο πάτος του ταψιού χαραγμένος. Μουρμουράει μια στιγμή: «Να πετάξω το ντιψί, ρήμαξε. Χάνα μουν». Ανακάθεται. «Μα τι σκέφτομαι, τι πράγμα κι αυτό, δεν μου κάνει καρδιά να το πετάξω». Αυτό είχε μια ζωή. Με αυτό μεγάλωσε τα τέκνα της, τ’ αγγόνια, με αυτό χορτάσανε, γιορτάσανε, εκεί απάνω φτούραγε η κάθε μέρα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣO καφενές είναι ένα κορυφαίο σύμβολο της ΚρήτηςO καφενές είναι ένα κορυφαίο σύμβολο της Κρήτης

Στο ταψί της τη χόρεψε η ζωή. Και λιακάδες, και λαχτάρες, και χιόνια, και χρόνια ολάκερα με βροχές, και φτου κι από την αρχή. Μουρμουράει, «με τον χαμό και τη χαρά αντάμα γεννιόμαστε οι άνθρωποι. Σαν τα μανιτάρια». Πάνω στον χαμό. Της κόπηκαν πριν από χρόνια τα φτερά. Δεν την ένοιαξε που χήρεψε νωρίς, όσο που… Άχου, γιαβρί μου.

Σε αυτό το χωριό, με τους κισσούς στις μάντρες και τους κιρσούς στα ποδάρια των γυναικών, που ’ναι μαθημένες μια ζωή στο πόδι και στη γύρα, να μην ξαποσταίνουν στάλα, με τσίγκους να σφραγίζουν τις χύτρες των σπιτιών, εδώ, σε αυτή τη χώρα, η μούχλα και η υγρασία είναι συναισθήματα.

«Πα πα πα, ίδια η μούρη μου είναι ο πάτος του ντιψιού», μουρμουράει. Το ταψί της είναι καθρέφτης. Κοιτάζεται κι είναι μικρή, μπεμπέκα, φεγγαροπρόσωπη. «Άι πόσοι με θέλανε».

Κοιτάζει τις τσαλάκες πάνω στα φύλλα. Βουνά και βουναλάκια, και χαράδρες, και ρεματιές, και λόγγοι. Σαν να βλέπεις από ψηλά, από το σπίτι της Λένης, το χωριό. « Ίδιες με τις δικές μου τσαλάκες στον λαιμό, στα χέρια, στα βυζιά, στην κοιλιά μου», μουρμουράει. Και πιάνει να τα χαϊδέψει όλα με τη σειρά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΕπιμένουμε ελληνικά, επιμένουμε εβρίτικαΕπιμένουμε ελληνικά, επιμένουμε εβρίτικα

Μουρμουράει, «αυτό το κομμάτι που λείπει ποιος το πήρε, δεν ημπορώ να καταλάβω. Έλα, Χριστέ μου, μοναχιά μου είμαι».

«Το κερί στη σερβάντα δεν ξέρω ποιος τ’ άναψε». Μουρμουράει. «Καίει νύχτα μέρα, θα τρελαθώ. Καίει σαν από πάντα. Δεν σώνεται».

«Θα να ’ρθουν τα παιδιά σε λίγο, να τα ιδώ. Γι’ αυτά την έφτιακα την πίτα, κι ας μη με βαστά η μέση μου». Μουρμουράει.

Μουρμουράω, το ψημένο φύλλο σε αυτό το σπίτι είναι τρυφερό συναίσθημα.

Το κερί δεν σώνεται.

Στη μνήμη του Θ. Π.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 187.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών