*Του Νίκου Βατόπουλου

Πώς να προσεγγίσει κανείς την Ομόνοια δίχως να υποπέσει στον ορατό κίνδυνο της φθηνής συναισθηματικής φιλολογίας; Πώς να την προσεγγίσει αφήνοντας πίσω όλες τις πανοπλίες των στερεοτύπων ή ακόμη και αυτά τα ίδια τα παλιωμένα σύμβολα που της έδιναν από πάντα αυτή την ιδιαίτερη γεύση;

Ομόνοια λες και γεμίζουν οι αισθήσεις Αθήνα. Η Ομόνοια, ως μια πρωτεύουσα μέσα στην πρωτεύουσα, μια σκιώδης αστική ύπαρξη σε αντιφατική παλινδρόμηση ανάμεσα σε μέρες δόξας και σε μέρες ταπείνωσης, μοιάζει να ορίζεται από το μαγικό και ρευστό στοιχείο της μεταβολής. Η νέα εικόνα της επαναφέρει το βλέμμα στον ίδιο τον αθηναϊκό μύθο της. Τον ορίζει εκ νέου με όλες τις πάγιες διαφυγές του και μας φέρνει ξανά μπροστά στην ιδέα της ίδιας της Ομόνοιας.

Πώς να προσεγγίσει κανείς την Ομόνοια δίχως να υποπέσει στον ορατό κίνδυνο της φθηνής συναισθηματικής φιλολογίας; Πώς να την προσεγγίσει αφήνοντας πίσω όλες τις πανοπλίες των στερεοτύπων ή ακόμη και αυτά τα ίδια τα παλιωμένα σύμβολα που της έδιναν από πάντα αυτή την ιδιαίτερη γεύση;

Αν έρχεσαι κοντά στην ιδέα της Ομόνοιας υποψιασμένος, αν δηλαδή αισθάνεσαι πως περπατώντας στην Αγίου Κωνσταντίνου, στην Πειραιώς ή στην Αθηνάς βαδίζεις πάνω στα αφανή ίχνη περαστικών του 1870 και του 1930, τότε θα φτάνει στα ρουθούνια σου και η μυρωδιά από τα παλιά γαλακτοπωλεία και το καμένο γάλα, από τον καβουρδισμένο καφέ και το σάπιο νερό από τα ανθοδοχεία στα λουλουδάδικα. Αλλά, τώρα, όλα αυτά μπορεί να είναι μοναχά ψευδαισθήσεις.

Αντιμάχονται οι ιδέες της νέας πόλης, του αδυσώπητου «τώρα» και της απόλυτης στιγμής μαζί με τις σκιές του χτες, που σαν αθόρυβο μελάνι εισχωρεί στους χάρτες του νου και ζητάει διέξοδο. Όπως και να το δει κανείς, είναι σχεδόν αδύνατον να κατανοήσει την ιδέα της Ομόνοιας χωρίς το τσαρουχικό «Νέον», τη μέρα ή τη νύχτα, χωρίς ακόμη και τη χειρονομία του νέου Παναγιώτη Τέτση που ζωγράφισε τη δική του «Αθήνα» για τα γραφεία της «Καθημερινής», Σωκράτους 57. Και την άφησε εκεί εικονοστάσι. Και πάλι, όλα αυτά γυρνούν σε κύκλους και δίνες και εκβάλλουν στα σημερινά Χαυτεία και στις κυλιόμενες σκάλες που σε βγάζουν από την Πανεπιστημίου απέναντι προς τον «Μπακάκο».

Τα παλιά γαλακτοπωλεία της Ομόνοιας και τα πρωινά που σέρβιραν (γάλα, μέλι, βούτυρο, ψωμί, καφές τούρκικος) ανάβουν σε ομιχλώδεις φανούς στις σήραγγες της μνήμης. Μαζί έρχονται και άλλες μυρωδιές (ακόμα και καβαλίνα ή τριμμένα λάστιχα) ανάκατα με ήχους. Κόρνες, σαματάς και φωνές… Ένα ακορντεόν έρχεται από μακριά, θλιμμένο και εύθυμο μαζί. Ένας τυφλός ζητιάνος καταγής. Τα χέρια απλωμένα. Σαν τώρα θυμάμαι τις κοντράλτο φωνές των ανδρόγυνων λαχειοπωλών, στα έγκατα του σταθμού, γυναίκες αρχέγονες, που γεννήθηκαν μαζί με την ιδέα της Ομόνοιας. Αυτή η τραχύτητα της Ομόνοιας είχε κάποτε κάτι το γλυκό μέσα σε μια συνθήκη αθωότητας και γνήσιας λαϊκότητας. Ήταν πάντα λαϊκή η πλατεία; Ας αναρωτηθούμε πρώτα αν η Αθήνα μπορεί να αντέξει τέτοιους διαχωρισμούς.

Η Ομόνοια είναι Ομόνοια, με μια δύναμη που αναβλύζει και που μέσα σε 150 χρόνια και κάτι είναι ο «ομφαλός». Μια πηγή από μόνη της. Όχι τυχαία συνδέθηκε με τον συμβολισμό του πίδακα, που σάρωσε στην ίδια θέση τα ανθοπωλεία και τα μαρμάρινα στηθαία του 1930 και του 1950. Στον αέρα της Ομόνοιας συγκρούονται οι δύο κόσμοι. Στα παλιά χρόνια, οι Αθηναίοι και οι επισκέπτες ήξεραν ότι εκεί στην πλατεία και στα πέριξ μπορούσαν να ξεδώσουν στα καφέ αμάν, εκείνα τα οριεντάλ καταγώγια με ξεπεσμένες αρτίστες από τη Σμύρνη ή την Πόλη. Κάποιες φωνές ράγιζαν τα τζάμια και η ρετσίνα έρρεε. Και πιο κει, ήταν τα καφέ σαντάν, φτηνές ή όχι μεταγραφές των κεντροευρωπαϊκών αντίστοιχων, με ξεφτισμένα βελούδα, με θαμπωμένα γυαλιά, με χαρακωμένα έπιπλα, αλλά με εκείνη την παλαιοαθηναϊκή ατμόσφαιρα που τυλιγόταν γύρω από ένα βιολί μαζί με ένα πιάνο και μια φωνή, ενίοτε φάλτσα, που τραγουδούσε καντσονέτες και άριες, και οπερέτες και μελωδίες του συρμού. Ήταν από μόνες τους ένας κόσμος, οι περιφερόμενες αρτίστες της Αθήνας. Γυρνούσαν τον κόσμο σαν γυρολόγοι. Και ήταν συνήθως μικρές κοπέλες από απροσδιόριστες επαρχίες ή αφυδατωμένες σαραντάρες από τη Νάπολη, ή ακόμη και χυμώδεις Ουγγαρέζες που όργωναν τα Βαλκάνια.

Ήταν και όλα αυτά η Ομόνοια. Σημείο σύγκλισης και συνάντησης. Στα ξενοδοχεία διαφημιζόταν και η κουζίνα, φαγητά συχνά μαγειρεμένα σε θλιβερά υπόγεια, από σερβιτόρους με πένθος στα νύχια, αλλά οι σούπες ήταν βάλσαμο τον χειμώνα, και η σόμπα άναβε στις σάλες. Στο βάθος έπαιζαν χαρτιά και όλο και κάποιος ερχόταν με μια σύσταση να ρωτήσει πού θα βρει έναν κύριο Παναγιώτη. Εκεί γύρω είχε σπίτια για κατοικίες, όπως και τώρα, αλλά τότε ζούσε κόσμος κανονικά. Μαζί με τα πορνεία της Ακομινάτου και της πλατείας Βάθης. Σε εξώθυρες σπιτιών διάβαζες: «Εδώ μένει οικογένεια». Αλλά ποιος μεθυσμένος θα σταματούσε να διαβάσει;

Οι πόρνες της Ομόνοιας και ο αγοραίος έρωτας σε κάθε γωνία, διακριτικός ή εξωστρεφής, από 35άρες και 18χρονους, ανάκατα τα βλέμματα και η γεωμετρία των σωμάτων. Δύσκολο να απαλείψεις τη μυρωδιά του εύκολου έρωτα σε λιγδιασμένα σεντόνια από την προσωπογραφία της Ομόνοιας. Ίσως όλα αυτά να είναι απλώς αποκυήματα και υπερβολές της αυθαίρετης φαντασίας. Αλλά να που ακόμη και τις προάλλες εκεί στα Χαυτεία έβλεπα μπροστά μου το πρώτο σούπερ μάρκετ του Θανόπουλου, Αιόλου και Σταδίου, και απέναντι έστεκε ακόμη ο «Κατράντζος» της δεκαετίας του ’70. Ο Λαμπρόπουλος και το Μινιόν, ο σαλεπιτζής και τα ουρανομήκη τραγουδιστά κελεύσματα των λαχειοπωλών. Στο μυαλό μου, σαν ετικέτα ξεκολλημένη, σαν τολύπες καπνού ή κορδέλες περιτυλίγματος, αναφύονται οι ονομασίες των ξενοδοχείων. «Βαλκάνια», «Ευρώπη», «Απόλλων», «Μπρίστολ», «Ελβετία»… μαζί με τα παλιά κουρεία εκεί δίπλα.

Μπαινόβγαινε κόσμος στα σινεμά, συνήθως πορνό τα τελευταία χρόνια, αλλά και σινεμά μιας ορισμένης αστικής ατμόσφαιρας, όπως το «Κοτοπούλη», εκεί όπου είναι σήμερα το La Mirage, που είναι αρσενικό αλλά η Ομόνοια το έκανε θηλυκό. Και καρφωμένες στις στέψεις των κτιρίων οι φωτεινές επιγραφές νέον, κόκκινες και πράσινες, και κίτρινες… Αναβοσβήνουν σε μια οθόνη που έχει πια αποκαθηλωθεί. Αλλά η Ομόνοια συνεχίζει. Υπερωκεάνιο και καΐκι, με νερά που στέλνουν ριπές αισιοδοξίας και με πλήθη ανάκατα, σώματα που παλεύουν το ένα δίπλα στο άλλο. Η μυρωδιά και η γεύση της έρχονται από τα έγκατα.

* Ο Νίκος Βατόπουλος είναι γνωστός αθηναιογράφος και δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Η Καθημερινή».

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Μαρτίου, τεύχος 167.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών