Από τα χέρια της γιαγιάς μου δεν δοκίμασα ποτέ τίποτε άλλο παρά πορτοκαλάδα ΗΒΗ και σοκολατάκι Bacci. Δέχτηκα χάδια και φιλιά, μαθήματα καλών τρόπων και γαλλικών, παράπονα για τα απείθαρχα μαλλιά μου, επαίνους για τις σχολικές μου επιδόσεις, αλλά ένα πιάτο φαΐ ποτέ, στα 18 χρόνια που συμπέσαμε στη ζωή. Ήταν αδιάφορη προς τις χαρές του φαγητού; Όχι. Αντιθέτως, ήταν και εκλεκτική και λιχούδα. Ήταν άσχετη με τη μαγειρική; Καθόλου. Οι περιγραφές για τα γλυκά της, παραδείγματος χάριν –γαλακτομπούρεκο για τη γιορτή του μικρού της γιου, χαλβά της Ρήνας την ημέρα ονομαστικής εορτής της κόρης της Ειρήνης κ.ο.κ.– έδιναν και έπαιρναν. Επιβίωσαν ως κεφάλαιο της ένδοξης γαστρονομικής οικογενειακής ιστορίας. Ή και μυθολογίας, γιατί εγώ μπουκίτσα δεν δοκίμασα ποτέ.
Η γιαγιά μου κρέμασε τις κουτάλες της δύο ημέρες μετά τον θάνατο του παππού μου (και οι δυο τους ήταν νεότεροι από 60 ετών). Το τραπέζι στην τραπεζαρία της οδού Ηπείρου στρώθηκε με όλο το τυπικό, όπως κάθε μέρα (λινές πετσέτες, διπλά ποτήρια, αλάνθαστη θέση στα μαχαιροπίρουνα). Κάλεσε τους δύο γιους και την πρωτότοκη να έρθουν στην τραπεζαρία. Στου καθενός τη θέση, πάνω στο πιάτο που θα υποδεχόταν το ζεστό σπιτικό φαγητό της μαμάς τους, είχε σερβιριστεί από τη γιαγιά ένα μεταλλικό τάλιρο (μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του ’50). Στην έκπληξή τους «Τι σημαίνει αυτό, μητέρα;»(υπογραμμίζουμε ότι τα παιδιά μιλούσαν στους γονείς στον πληθυντικό αριθμό) η γιαγιά μου τους οδήγησε στο μπαλκόνι έξω από την τραπεζαρία. Σήκωσε το χέρι της και τους έδειξε: «Η οδός Ηπείρου και οι πέριξ δρόμοι έχουν τουλάχιστον τέσσερα εστιατόρια. Εφεξής μπορείτε να διαλέγετε όποιο θέλετε και να τρώτε εκεί». Η ίδια το εφήρμοσε έως το τέλος της ζωής της, σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα. End of story.
Η γιαγιά μου σταμάτησε να μαγειρεύει, τέρμα οι μιλανέζες και οι καρυδόπιτες όταν το «μαζί» της οικογένειας έσπασε. Μπορεί να ήταν μόνο το πένθος, η λύπη, ο πόνος της απώλειας. Ήταν. Αλλά μαζί, βλέποντάς το τώρα που εγώ πλησιάζω στην ηλικία που εκείνη έκανε το μεγάλο βήμα, ήταν και η αλλαγή του ρόλου της, η απελευθέρωσή της. Απολάμβανε να γευματίζει σε εστιατόρια, χαιρόταν το δίλημμα «εκεί ή αλλού», της άρεσε το σταθερό της τραπέζι και οι περιποιήσεις των σερβιτόρων, αυτές οι γλυκές συνήθειες που διαμορφώνονταν καθώς βγήκε από την κουζίνα της. Το πρωί καφές και πρωινό στο Μουσείο. Το μεσημέρι γεύμα με τη συνοδεία της εφημερίδας, το βράδυ με φίλες. Η μία γιαγιά ήταν αυτή και ήταν στους αντίποδες της άλλης, που οι χαρές, μικρές μεγάλες, της ζωής τής ήταν άγνωστες και όλα λύγιζαν και έπαιρναν νόημα μόνο από την έννοια του καθήκοντος. Αυτή μου έμαθε τη νηστεία, τη σκληρή θρησκευτική νηστεία. Ποιας την κουζίνα νοσταλγώ; Μα της μαμάς μου βέβαια!