Λονδίνο, καλοκαίρι 1991. Λίγο η επιμονή μου, λίγο η αδυναμία που μου είχε ο πατέρας μου, στα 16 μου τα κατάφερα και εντελώς ως outsider ενσωματώθηκα σε ένα γκρουπ που συνάντησα στο αεροδρόμιο, όλοι με προορισμό ένα summer camp σε κολέγιο έξω από το Λονδίνο για εξάσκηση της γλώσσας. Σε μια τεράστια έκταση ανάμεσα σε καταπράσινα λιβάδια, γήπεδα, διάσπαρτα μικρά γραφικά μαγαζιά, απλώνονταν οι εγκαταστάσεις του κολεγίου στο οποίο φιλοξενούμασταν, στα προσωρινά άδεια λόγω καλοκαιριού δωμάτια των φοιτητών, που έμεναν εκεί κατά τη χειμερινή περίοδο.

Οι κοιτώνες που μέναμε, τυπικά αγγλικά ψηλά κτίρια, με μικρά παράθυρα και όλα ίδια μεταξύ τους. Μία από τις σοφίτες σ’ ένα τέτοιο πυργόσπιτο έμελλε να είναι το δωμάτιό μου κατά την παραμονή μου εκεί. Με υπέροχο μπαλκόνι που μοιραζόταν με τη διπλανή πανομοιότυπη σοφίτα. Σκοτεινή, αν και με πολλά παράθυρα, υγρή, με έντονη μυρωδιά μούχλας, αλλά άνετη, ειδικά για τα μεταμεσονύκτια πάρτι, όταν μεταφέραμε τον χορό από την ντίσκο του κολεγίου στα δωμάτιά μας, με «(Everything I do) I do it for you» από τον Bryan Adams, «Should I stay or should I go» και The Clash για λίγη ένταση, ενώ απαραιτήτως και ανεξαιρέτως έπαιζε το «Another brick in the wall», το άσμα των νιάτων από τους Pink Floyd. Αλλά και «Nothing compares to U» σιγοτραγουδούσαμε, ενώ το «Vogue» από τη Madonna έπαιζε πολύ στον δικό μας μικρόκοσμο.

Το τραγούδι όμως εκείνου του καλοκαιριού στο συνηθισμένο αγγλικό προάστιο για μένα ήταν το «Let it be», των Beatles, αφού ο καθηγητής αγγλικών, φανατικός θαυμαστής του συγκροτήματος, είχε διαλέξει ως μέσο προσέγγισης της γλώσσας τα τραγούδια των Beatles, τα οποία και αναλύαμε σε κάθε επίπεδο. Ενδιάμεσα το πρόγραμμα είχε εκδρομές με ή χωρίς συνοδούς, μουσεία, βόλτες, ψώνια, πλάκες στον δρόμο και συμβατικό αγγλικό φαγητό, και όχι στην καλή του εκδοχή.

Το βραδινό στην τραπεζαρία σερβιριζόταν στις 6.30 το απόγευμα και εμείς στις 12 το βράδυ πεινούσαμε, ειδικά τις Τετάρτες και Παρασκευές μετά το καθιερωμένο θεματικό πάρτι. Η γεύση εκείνου του καλοκαιριού ήταν scrambled eggs, όχι καλοψημένα, τηγανισμένο μπέικον, νερόβραστα φασόλια, ζυμαρικά σε ποσότητα με λιπαρές σάλτσες και πολύ τσένταρ. Το καλύτερό τους ήταν το fish ’n’ chips. Δύο τρεις συσκευασίες με αφράτο αγγλικό ψωμί για τοστ και μπόλικες φέτες τυριού κάλυπταν τις βραδινές λιγούρες.

Γύρισα πίσω με πολλές εμπειρίες στις αποσκευές μου, φιλίες που κρατάνε μέχρι σήμερα, τον δίσκο του Lennon «Imagine» και πέντε κιλά επιπλέον από το ακατάσχετο φαγητό. «You may say I’m a dreamer/But I’m not the only one/ I hope some day you’ll join us/ And the world will be as one…» ακούγεται απ’ το πικάπ και κοιτάζω το σάντουιτς με χωριάτικο ψωμί με ξινό προζύμι, βαρύ και μυρωδάτο, ντομάτα, φέτα, φρέσκια ρίγανη και ελαιόλαδο, και ενώ η εικόνα και η αίσθηση θυμίζει Λονδίνο-καλοκαίρι 1991, η γεύση είναι τόσο ελληνική και διαχρονική.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών