Η «Βασιλική» έπιανε συχνά Ηράκλειο, στα Λινοπεράματα. Το καράβι το έδενε ο Μανώλης ο Παπαδάκης από τις Ροδιές, ο λαντζέρης και δεινός δύτης, με τον οποίο ο μπαμπάς, καπετάνιος εκείνη την περίοδο στο μικρό γκαζάδικο με το όμορφο όνομα, λογαριαζόταν για την πρόσδεση και την απόδεση. Τότε ο Μανώλης είχε μια μικρή λάντζα, μετά πήρε ρυμουλκό, τώρα πια έχει έναν στόλο, μαθαίνω πως έχει στη δουλειά τον γιο του. Τρία παιδιά έχει, και όλα παντρεμένα. Φαμίλια καλή. Καλή του ώρα.

Ήμουν δεν ήμουν έξι χρονώ όταν πρωτογνώρισα τον Μανώλη. (Τότε, για τα λίγα χρόνια που ο μπαμπάς είχε αφήσει τα υπερατλαντικά ταξίδια και έκανε τοπικά στην Ελλάδα, τα καλοκαίρια μπαρκάραμε μαζί του. Δέκα ζωές και βάλε ζήσαμε εκείνα τα λίγα καλοκαίρια πάνω στη Βασιλικούλα.). Ένα μεσημέρι, μας φορτώνει στο αυτοκίνητό του ο Μανώλης, να μας πάει για μπάνιο. Ή μήπως μας πήγε με τη λάντζα; Φτάνουμε σε έναν μικρό κολπίσκο στο πουθενά, σε αυτά τα απίθανα πουθενά της Κρήτης. Η παραλία με βραχώδεις βραχίονες, χοντρό λευκό βότσαλο, βαθιά, παχιά νερά, ψαρένια. Μη με ρωτάτε πού, δεν μπόρεσα να το βρω. Θα ρωτήσω ξανά. Στην άκρη της παραλίας είχε ένα περίπτερο. Το βαστούσε ένας μπάρμπας του Μανώλη με τη γυναίκα του. Συστάσεις, καλωσορίσματα, νερά, κεράσματα της στιγμής, ό,τι θέλει το παιδί. Άνθρωποι-χέρια ανοιχτά.

Ο Μανώλης φεύγει, θα έρθει να μας πάρει μετά, εμείς στρώνουμε ψάθες και πετσέτες. Μετά το μπάνιο, ο θείος του μας κάνει νόημα να ανέβουμε στο περίπτερο. Η γυναίκα του, μια τεράστια γριά στα παιδικά μου μάτια, είχε σκαρώσει επιτόπου κοτόπουλο με μπάμιες και φρέσκια ντομάτα. Είχε στείλει να της φέρουν τα χρειαζούμενα, το πουλερικό, τα κηπικά, το λάδι, όλα δικά τους. Δεν γινόταν να μη μας ταΐσουν. Μια τελετουργία με σπάνια υφή: Η εικόνα της γριάς να βγάζει με ένα κουτάλι προσεκτικά τις μερίδες του φαγητού, μία μία τις μπάμιες, λίγο λίγο το ζουμί, να βάζει από μία φέτα ψωμί σε κάθε πιάτο. Ο ήχος του κουταλιού στον τέντζερη. Τότε καταδύθηκα στο πνεύμα της Κρήτης. Για πρώτη φορά και εσαεί.

Ο Μανώλης μάς πήγε παντού, σε ανεύρετους τόπους του νησιού, ζήσαμε πολλά, γάμους, καφενέδες, λύρες, μαζώξεις, μεζέδες, γραβιεράρες, μέλια, όλα κερασμένα – εσύ, καπετάνιε, κουμάντο στον Πειραιά, εδώ είσαι φιλοξενούμενος. Κεράσματα και από φίλους του Μανώλη, όπως από έναν κυρ Βασιλάκη, που είχε εμπορικό με υφάσματα και κλωστές στο Ηράκλειο, και μια βραδιά κέρασε όλη τη συντροφιά σε μια ψαροταβέρνα με τα καλύτερα ψαρικά. Όλα για τον καπετάνιο. Για χρόνια πολλά, το πασχαλινό αρνί μάς το έστελνε ο Μανώλης από το νησί. Αυτά θυμάμαι, τώρα που γράφω αιωρούμαι ανάμεσα σε πραγματικές εικόνες, ψυχανεμίσματα, ψιθύρους.

Ένας πυρετός η Κρήτη, ζάλη, ποτάμι με συγκινήσεις που φουσκώνει.

Α! Από την ψυχή της ο τουρίστας της μαζικής ευχαρίστησης δεν παίρνει πράμα. Αν πας άμαθος, αν πάρεις τη σκολιά οδό, αν ανοιχτείς, σου ανοίγεται, σε κάνει δικό της, δεν την κάνεις εσύ δική σου. Σου ανοίγεται και σε εμπεριέχει. Σε κουβαλάει στον κόρφο της. Γίνεσαι μάρτυρας δικός της εις τους αιώνας των αιώνων.

Έχει τα στραβά και τα ανάποδά της, τις μελανές κηλίδες της, ποιος τόπος δεν έχει. Όμως δεν είναι στ’ αλήθεια τόπος η Κρήτη. Μια ουτοπία είναι, δεν ζεις γραμμικά τον χρόνο εδώ. Εδώ ο χρόνος είναι κύμα, η ζωή ένας σπασμός.

Η Κρήτη είναι ο Μανώλης Παπαδάκης. Κι εκείνη η τεράστια γριά, που έφτιαξε στο καμινέτο, σε ένα περίπτερο στο πουθενά, κοτόπουλο με μπάμιες και φρέσκια ντομάτα.

Δεν γινόταν να μη μας ταΐσει.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών