Ναι, έτσι να κάνουμε!
Ανάμεσα στις καλοσύνες των πρώτων βροχών θα μαγειρέψω κάνα δυο φαγητά και θα φωνάξω παιδιά, γονείς και φίλους να σπείρουμε τα κουινάκια. ** Δεν θα ’ρθουν και μ’ άδεια χέρια… Οπότε, να η μάζωξη της σποράς. Μια τσίκνα, δυο τσίπουρα, τρία κάστανα, πέντε στοχασμοί… τέλος πρώτης πράξης.
Το χειμωνιάτικο φως, το κρύο και το νερό περιζώνουν τις χειμωνιάτικες σπορές, καθώς σμίγουν χώμα κι ουρανό αντάμα. Ελάχιστη η φροντίδα. Με τα χέρια στις τσέπες, στη μέση, στο κεφάλι. Με καφέ, με μπατζίνα, με τηλέφωνο. Πρωί, μεσημέρι, σούρουπο, αντιμέτωποι με την ήσυχη γη του χειμώνα.
Ναι, έτσι να κάνουμε!
Ανάμεσα στον παγωμένο χειμώνα… Αλκυονίδες μέρες… Θα μαγειρέψω κάνα δυο φαγητά και θα φωνάξω παιδιά, γονείς και φίλους να ξεχορταριάσουμε… να μην υποφέρουν τα πράσινα κουινάκια απ’ τα γεννοφάσκια τους. Δεν θα ’ρθουν και μ’ άδεια χέρια… Οπότε, να οι μαζώξεις του ξεχορταριάσματος. Μια τσίκνα, δυο τσίπουρα, τρεις λουκουμάδες, πέντε στοχασμοί… τέλος δεύτερης πράξης.
Το χειμωνιάτικο φως, το κρύο και το νερό θα αναμετρηθούν στο μέτρημα του κόπου, στις τελευταίες ανάσες της άνοιξης. Κι αν δεν απογεμίσουν τα σακιά, υπάρχει χρόνος για επίμετρο. Η αέρινη φροντίδα των χειμωνιάτικων σπαρτών γίνεται πυρετός του θέρους, του θερισμού.
Ναι, έτσι να κάνουμε!
Ανάμεσα στα χρώματα του Απριλομάη… ένα συννεφιασμένο απόγευμα δεν θα μαγειρέψω. Θα φωνάξω παιδιά, γονείς και φίλους να μαζέψουμε και να μαγειρέψουμε μαζί την άκοπη σοδειά μας. Καταμεσής στην αυλή στρωμένο το εμπριμέ σεντόνι και πάνω του ο τενεκεδένιος κουβάς. Σε κύκλο ανάριο και λειψό –άτιμε ιέ– θα καθαρίσουμε τα λουβιά, ματιάζοντας τον κουβά με τα αγουροφουσκωμένα κουινάκια… Κανείς δεν κερδίζει, κανείς δεν χάνει. Ό,τι περισσέψει, ζεμάτισμα, μοίρασμα και στην κατάψυξη… Πόσο αρακά να φας σ’ ένα απόγευμα; Δυο τα φαγητά τη μέρα εκείνη, ένα κόκκινο κι ένα λεμονάτο… φέτα και πολύ ψωμί… πολύ ψωμί όμως! Έχει καλό βούτηγμα ο αρακάς… Και να η μάζωξη της σοδειάς. Μια τσίκνα, δυο τσίπουρα, τρία παγωτά, πέντε στοχασμοί… τέλος τρίτης πράξης.
Το χειμωνιάτικο φως, το κρύο και το νερό δεν κάνουν αδύνατη τη γεωργία του κάμπου τον χειμώνα. Απλώς δεν αντέχεται χειμώνα καλοκαίρι σε ίδιους ρυθμούς. Μήπως γι’ αυτό να ξεκίνησε με τα σιτηρά η επανάσταση των επαναστάσεων; Η πρώτη, η γεωργική. Για να μη χρειάζεται το καθημερινό κυνήγι της τροφής μες στην παγωνιά και τ’ αγιάζι; Για να σπέρνουν, να ξεχορταριάζουν και να τρυγάνε όλοι μαζί την τροφή του δύσκολου χιονιά; Για να ξεκουράζονται τις μεγάλες νύχτες, να τεμπελιάζουν τις μικρές μέρες, να μαγειρεύουν τα γεννήματα, να παίζουν και να στοχάζονται.
Ναι, έτσι να κάνουμε!
Ούτε συμμετρικά ούτε αγεωμέτρητα. Σε σπείρα να σπείρουμε φέτος. Να μπορούμε να δούμε χαμόγελα σ’ όποια μεριά κι αν είμαστε. Αμάν πια με τις παράλληλες γραμμές!
* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο τεύχος 176 του Γαστρονόμου με τίτλο «Ο Στοχαστής» μαζί με την εξής υποσημείωση: Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Έκθεμα 5894. Μεγάλο συμπαγές ειδώλιο καθιστού άνδρα από την περιοχή της Καρδίτσας Θεσσαλίας. Τελική Νεολιθική Περίοδος (4500-3300 π.Χ.). Είναι μοναδικό, το μεγαλύτερο έως τώρα έργο της Νεολιθικής Εποχής, που αγγίζει τα όρια της μεγάλης πλαστικής. Το έργο είναι αδέξια πλασμένο στις λεπτομέρειές του. Τα επιμέρους όμως στοιχεία συνθέτουν τη μορφή ενός ρωμαλέου άνδρα με βλέμμα ευθυτενές και κορμοστασιά σε στιγμή δράσης. Το ιθυφαλλικό στοιχείο που είναι έντονο στον άνδρα –σπασμένο στο μεγαλύτερο μέρος του– σε συνδυασμό με το μέγεθος του ειδωλίου υποδηλώνουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα του. Πιθανόν να παρίστανε αγροτική θεότητα που σχετίζεται με την καρποφορία της γης.
** Κουινάκια: Μικρές χωμάτινες μπίλιες, συνήθως χειροποίητες από τα παιδιά. Στον κάμπο έβαζαν και αλεύρι κατά το πλάσιμο της σφιχτής λάσπης.