*Του Δημήτρη Αθηνάκη
Κάπου μεταξύ πλατείας Θεάτρου, Μενάνδρου και Αναξαγόρα.
Το πρωί σκεφτόμουν ότι είναι δυο βήματα από το δημαρχείο της Αθήνας – το ορμητήριο της ελληνικής μητρόπολης που παλεύει ακόμα να συντονιστεί με τον 21ο αιώνα. Το βράδυ, μουρμούριζα στίχους της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, μετά τα νέα του θανάτου της: «Ωραία έρημος η σάρκα». Το πρωί, είναι «πολυπολιτισμική»· το βράδυ, τι είναι;
Στρίβοντας από την Αθηνάς στην Αριστογείτονος – τον πεζόδρομο απέναντι από τη Δημοτική Αγορά, που συνεχίζει παράλληλα με την Αρμοδίου, όπως το ομώνυμο ερωτικό ζευγάρι της αρχαιότητας– και παρατηρώντας ξανά ότι παλιατζίδικα διαδέχονται μανάβικα που διαδέχονται παλιατζίδικα που διαδέχονται μανάβικα, βρέθηκα, διά της Σωκράτους, στην πλατεία Θεάτρου και από εκεί στη Μενάνδρου. Το συννεφιασμένο κρύο έμοιαζε να ενοχλεί περισσότερο τους πελάτες παρά τους συχνά ακάλτσωτους πωλητές. Ο ήλιος, ακόμη κι αν είχε βγει εκείνη τη μέρα, δεν θα έκανε και πάλι τη χάρη στο νοητό τετράγωνο Μενάνδρου-Αναξαγόρα-Γερανίου-Σοφοκλέους.
Οι σκοτεινές στοές ή «βαθιές» είσοδοι των κτιρίων – μεσοπολεμικά απομεινάρια και ξέφτια του μοντερνισμού του ’50– γρατζουνίζουν τη δημοσιογραφική περιέργεια και την αστική μελαγχολία. Σηκώνοντας το κεφάλι, βλέπεις κρεμασμένα πλυμένα ή παραφορτωμένες αποθήκες πρώην και νυν βιοτεχνιών, καταδικασμένα αρχιτεκτονικά κελύφη στην πολεοδομική δυσμένεια, τα οποία φιλοξενούν πακτωμένες ζωές που μπαινοβγαίνουν σε έναν ολοδικό τους χωροχρόνο, και εργασίες που ελάχιστοι μπορούν να σου περιγράψουν. Οι Ινδοί και οι Πακιστανοί της Μενάνδρου, της Σοφοκλέους ή της Αναξαγόρα και οι Μπανγκλαντεσιανοί της Γερανίου (με διάσπαρτες, παλαιές γηγενείς επιχειρήσεις. εξαιτίας, λογικά, των παραδοσιακών τυπογράφων, της ΔΟΥ Α΄ Αθηνών και του «Ρομάντσου») είναι απλώς ένα σχετικά πρόσφατο κομμάτι αυτού που οι παλιές καραβάνες της περιοχής ονομάζουν «κέντρο διερχομένων φυλών».
Κάθε περίπου δέκα χρόνια, η γειτονιά αλλάζει ενοίκους. Από τους Κούρδους των μέσων του ’80 περάσαμε στους παλιννοστούντες από το πρώην Σιδηρούν Παραπέτασμα στις αρχές του ’90, μετά, αρχές του 2000 στους Νιγηριανούς (οι δύο τελευταίες «περίοδοι» συνέπεσαν με την έξαρση του λαθρονυχτόβιου εγκλήματος, που λάμβανε χώρα ακόμη και μέρα μεσημέρι). Σήμερα ανήκει σε Ινδούς-Πακιστανούς-Μπανγκλαντεσιανούς. Βεβαίως, παντού υπάρχει, εδώ και 30 χρόνια, η κινεζική επιχειρηματικότητα του έτοιμου ενδύματος, εκείνη που, όπως μας είπε ο παλαιός υφασματοπώλης (από το 1957 ο ίδιος και πολύ παλαιότερα ο πατέρας του) Λουκάς Κωνσταντινίδης της οδού Γερανίου, κατάφερε κρίσιμο χτύπημα στις βιοτεχνίες και, εξ αντανακλάσεως, στην αγορά του υφάσματος.
Αυτό που δεν αλλάζει είναι οι επισκέπτες: γηγενείς και τουρίστες αποκλειστικά έως τις όχθες της Σοφοκλέους (που απαντάται σε επιγραφή ως «Σφόκλιος») και τις παρυφές της Μενάνδρου επί της Πειραιώς. Κατά τα λοιπά, όπως περίπου έγραψε ο Ιωάννης Τζέτζης στα μέσα του 12ου αιώνα, «Σκύθης ανάμεσα στους Σκύθες και Λατίνος στους Λατίνους»: Πακιστανοί στα πακιστανικά κρεοπωλεία και κομμωτήρια, Μπανγκλαντεσιανοί στα μπλανγκλαντεσιανά εστιατόρια (ένα εξ αυτών θρηνεί δι’ αφίσας τον θάνατο του προέδρου της χώρας) και στα μίνι μάρκετ ή στο «Travel Agency – Money Transfer» που πουλάει και ρούχα κ.ο.κ.
Ασφαλώς, δεν κυκλοφορούν γυναίκες μόνες. Άλλοτε, δεν κυκλοφορούν καν. Πού και πού, άνδρες μόνοι – «τσιλιαδόρους» τούς λένε στη γειτονιά. Κακά τα ψέματα, η ελευθερία κίνησης στην πόλη είναι δείκτης της ελευθερίας της. Από την άλλη, σκέφτομαι, αν δεν «φοβόμασταν» οι υπόλοιποι πολίτες, και ίσως κάποιες Αρχές και υπηρεσίες, να περπατήσουμε οπουδήποτε στην πόλη, τότε η πόλη δεν θα επέτρεπε τον φόβο – εξάλλου, κλεισμένος στα αναχώματα της Σκουφά και στα προκεχωρημένα φυλάκια της Αρχελάου, δεν βοηθάει να φοβάσαι τη Γερανίου και τη Μενάνδρου ή την Αναξαγόρα.
* Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι δημοσιογράφος και ποιητής.