Γράφει ο Αλέξανδρος Γκουσιάρης*
Δυστυχώς παρακολούθησα τη δωδέκατη απονομή των βραβείων ποιότητας του «Γαστρονόμου» στο χωριό, μέσω live streaming. Δυστυχώς γιατί αφενός δεν ήμουν εκεί να σφίξω χέρια ανθρώπων που εκτιμώ τον κόπο τους και αφετέρου γιατί δεν μπόρεσα να γευτώ τα εδέσματα που ακολούθησαν. Φοβερή η τεχνολογία, με τα όριά της φυσικά. Μυρωδιά δεν πήρα από τα εδέσματα.
Καθώς η τελετή απονομής έριχνε αυλαία μπροστά στην αναπαυτική πολυθρόνα μου, υπολόγισα ότι, στα πέντε από τα δώδεκα βραβεία που απονεμήθηκαν, εμπλέκονταν καταλυτικά οι παλιές ποικιλίες φυτών και οι ντόπιες φυλές ζώων. Δηλαδή περίπου το 42% των βραβείων! Ακόμη ένας αξιοσημείωτος αριθμός για τη συλλογή του «Γαστρονόμου».
Μυριάδες μυριάδων γεωργοί εδώ και τουλάχιστον οκτώ-δέκα χιλιάδες χρόνια επέλεγαν σπόρους, χρονιά με τη χρονιά, γενιά με τη γενιά. Σπόρους που οι καρποί τους ικανοποιούσαν τους γευστικούς και παραγωγικούς κανόνες στο πέρασμα των εποχών και των αιώνων. Κανόνες που στο νήμα του χρόνου διαμόρφωσαν συγκλονιστικούς συνδυασμούς γεφυρώνοντας τόπους και πλούτο τροφής. Πλούτο τροφής που αποτυπώνεται στον γαστρονομικό πολιτισμό σε κάθε γωνιά της Γης.
Οι παλιές ποικιλίες, οι παλιές φυλές ζώων, χάνονται μέσα στον κουρνιαχτό που αφήνει πίσω της η σύγχρονη καλλιέργεια. Μια σύγχρονη καλλιέργεια που σχεδόν αβασάνιστα ακολουθεί τους υπαινιγμούς της τεχνολογίας και της αγοράς στον μονόδρομο της παγκόσμιας επάρκειας τροφής. Της τεχνολογίας και της αγοράς, που με βεβαιότητα προμηθεύει ασφαλέστερα προϊόντα από παλιά, αλλά φτωχότερα τουλάχιστον γευστικά.
Βέβαια με ευκολία μπορώ να φανταστώ ότι με τη βοήθεια της τεχνολογίας είναι δυνατόν να «κατασκευαστούν» μυρωδιές και γεύσεις όλων των φαγητών του κόσμου. Θα μπορούσε όμως άραγε στο μέλλον να «κατασκευαστεί» η γευστική έκπληξη της μπουκιάς ενός καλομαγειρεμένου φαγητού σε φιλικό ή οικογενειακό τραπέζι; Θα μπορούσε άραγε να παραγγέλνουμε την αίσθηση ενός παιδιού που κόβει ένα μανταρίνι στην αγκαλιά της γιαγιάς του, από τα χαμηλά κλαδιά του δέντρου; Απαιτητικά ερωτήματα, μια που η επιστήμη δεν είναι πολύ επιτρεπτική σε εφήμερες εκπλήξεις.
Οι παλιοί σπόροι φυλάσσουν ένα μεγάλο τμήμα του ανθρώπινου πολιτισμού, κοσμώντας το μπλέξιμο των λαών της ιστορίας με γεύσεις, αρώματα και παραδόσεις. Οι παλιοί σπόροι χρειάζονται την αγκαλιά της γης για να ριζώσουν, να βλαστήσουν, να ανθίσουν, να επικονιαστούν, να καρπίσουν, να συζητηθούν, να μοιραστούν και να επιλεχτούν εκ νέου, για την επόμενη χρονιά. Οι παλιοί σπόροι δεν είναι μουσειακό έκθεμα. Οι παλιοί σπόροι και οι καρποί τους διατηρούνται με την καλλιέργεια και την κατανάλωσή τους, από όσους περισσότερους δυνατόν. Έτσι μόνο θα παραμείνει στις επόμενες γενιές η ευχέρεια επιλογής όλης αυτής της ανείπωτης γνώσης που κουβαλούν αυτοί οι παλιοί σπόροι, και που δεν μπορεί να είναι παρά βιωματική. Κάτι σαν την ευχέρεια που έδωσε η γραφή στην πόρεψη της γνώσης. Η ψηφιοποίηση της ζωής μας έχει όρια. Τι κρίμα που δεν γεύτηκα τα εδέσματα της απονομής, με το live streaming μου.
Δεν γνωρίζω αν η επιλογή των δωδέκατων βραβείων ποιότητας του «Γαστρονόμου» είχε κάποιο κριτήριο αντιμετώπισης των παλιών ποικιλιών και των ντόπιων φυλών. Απλώς, κλείνοντας τον υπολογιστή, χαμογέλασα και συνέχισα να μασουλάω καρύδια από την ανατολική καρυδιά του κήπου, με ταχίνι Έβρου και μέλι πεύκου εσοδείας 2019. Στο καπάκι (ακολούθως), άνοιξα τα «Μικρά ποιήματα-Το κορμί και το σαράκι» (1978) του Ντίνου Χριστιανόπουλου, και διάβασα: Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος.
- Ο Αλέξανδρος Γκουσιάρης είναι μαθηµατικός, γιος και εγγονός αγρότη από το χωριό Ηλιάς της Καρδίτσας. Επέστρεψε εκεί ως παραγωγός βιολογικής ντομάτας και μελιού. Το 2012 βραβεύτηκε με «Βραβείο Ποιότητας» από τον «Γαστρονόμο». Πλέον τα προϊόντα του μικρού χωριού κυκλοφορούν σε πολλές χώρες στο εξωτερικό. Στην περίπτωσή του αναφέρεται το βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες»
*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Πρωτοχρονιάτικο Γαστρονόμο, τεύχος 165.